ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΟΛΟ ALGING
Παναγιώτης Κάρολος Alging
info@streetmagazine.gr

Βράδυ Νοεμβρίου του 2022. Γλυκό βράδυ. Το ένα στεφάνι έγερνε ελαφρώς πάνω στο άλλο. Τα λουλούδια ήταν στοιβαγμένα εντός του Πολυτεχνείου. Ακριβώς μπροστά μου, καθώς ανεβαίναμε την Στουρνάρη για να μπούμε εντός του χώρου του ιδρύματος, ήταν μία οικογένεια.

Ένα λουλούδι στο χέρι η μάνα, ένα ο πατέρας, ένα η κορούλα τους. Η μικρή, νομίζω, ήταν το πολύ 6-7 ετών, ίσως και μικρότερη. Ευτυχώς, αυτό το παιδί δεν χρειάστηκε να το αναζητήσουν με αγωνία οι δικοί του άνθρωποι, σε εποχή χωρίς ηλεκτρονικά μέσα, χωρίς καν τηλέφωνο σε κάποια σπίτια, με «αστυνομία» στους δρόμους, με σκοπευτές στις γύρω ταράτσες. Δεν γύρεψε αυτή η οικογένεια το γιο της. Δεν ήθελε την κόρη της. Και να μην γυρέψει και να μην θελήσει ποτέ.

«Δεν είναι αργία». Βαθύ επιχείρημα, αφού τα άλλα -και καλά- εξαντλήθηκαν. ‘Η και όχι. Ειδικά για εδώ, όπου γιορτάζουμε παθιασμένα πιο πολλούς αγίους απ’ όσους μπορούμε να καταναλώσουμε και μας λείπουν τόσο θεμελιώδεις γνώσεις γύρω από γεγονότα και ημερομηνίες που διαμόρφωσαν τον κόσμο μας. Όχι πρόσφατα, όχι μόνο για όσα έγιναν στην Ελλάδα. Για οπουδήποτε στον κόσμο, για οτιδήποτε προσέφερε κάπως στον Άνθρωπο.

Δεν ήταν λίγα τα αιτήματα, τότε. Ούτε ασήμαντα. Είναι, στα μάτια μου, «λίγο» να μεταφέρονται άκριτα στο σήμερα, χωρίς τον ίδιο ακριβώς βραχνά στην πλάτη, χωρίς να προσαρμόζονται στα τωρινά δεδομένα. Καταντούν «κρύα», κενά, σχεδόν γραφικά. Καβαλούν την όποια, μετριασμένη, έστω, «ευκολία» της μεταπολίτευσης. Δυστυχώς. Δεν πείθουν αυτούς που έχουν κοπεί απ’ το ίδιο δέντρο, τους διπλανούς και φίλους τους, πώς θα πείσουν τους εξωτικούς; Απροσαρμοσιά, ερασιτεχνισμός, ευκαιριακή και φθηνή εκμετάλλευση. Απερίγραπτη η θλίψη μου γι’ αυτό. Τσαφ-τσουφ το τρένο τους στις ράγες της πεπατημένης. Με τις ράγες μη συντηρημένες, με τα χνάρια της πεπατημένης ξεθωριασμένα, με πυξίδες χαλασμένες γιατί έχουν κολλήσει χρόνια οι βελόνες.

Και τα συνθήματα, εκείνα που έχουμε ακούσει σε σχολικές εκδηλώσεις ή σε εκδηλώσεις στα χρόνια του Πανεπιστημίου. Τα συνθήματα που περιέχουν έννοιες βαριές, έννοιες χωρίς τις οποίες δεν μπορούμε να νιώσουμε πώς θα ήταν η ζωή μας. Και πριν σπεύσουν να τις μελετήσουν σοβαρά και να τις κατανοήσουν βαθιά, τις φωνάζουν. Ακόμη και αν οι ίδιοι πρεσβεύουν κάτι άλλο. Φοβερό;

Σαν έρθει η ώρα να τις φωνάξουν άλλοι, των οποίων η πυξίδα γέρνει λίγο πιο ‘δω ή πιο ‘κει, οι πρώτοι αρρωσταίνουν. Σα να ξεπήδησε όλη η ανθρωπότητα απ’ το δικό τους το πλευρό και οι ίδιοι ψηλαφούν ακόμη την ουλή τους. Τους καταδιώκει και το ψυχικό τραύμα της υποψίας απώλειας της δήθεν πρωτοκαθεδρίας. Ούτε κι οι δεύτεροι, πάντως, τις έχουν κατανοήσει. Σε αντίστοιχη παγίδα με τους πρώτους θα ρίξουν τον εαυτό τους.

Αγώνας δρόμου για την οικειοποίηση των πάντων. Μαραθώνιος χωρίς γραμμή τερματισμού. Το έκαναν και κάμποσοι απ’ όσους πρόλαβαν τα γεγονότα και πρωταγωνίστησαν – ή έτσι, τουλάχιστον, διατράνωσαν όταν χρειαζόταν, για να πείσουν το πόπολο και να τους αγαπήσουν. Η πρακτική συνεχίζεται. Συχνά, οι συνεχιστές είναι εκείνοι που κατακεραυνώνουν τους καριερίστες.

«Όλοι ενωμένοι». Αν ήμουν ο Καβάφης, θα έγραφα ότι «είναι πληγή από φριχτό μαχαίρι». Εντοπίζεται στα «τραγούδια της φωτιάς» του Νίκου Κούνδουρου εκείνος ο απερίγραπτος παλμός στην κορυφαία ευκαιρία της Ελλάδας ν’ αφήσει πίσω όσα την έκαναν, ήδη απ’ τα πρώτα χρόνια της επανάστασής της, να σπάει σε κομμάτια και αυτά ν’ αλληλοσφάζονται. Τόσο δύσκολη η κατανόηση του ότι «πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα ‘μαστε παρέα». Ούτε ένα «τακ τακ» δεν μπορούμε να μοιραστούμε από καρδιάς.

Κι όλοι οι υπόλοιποι, τέλος πάντων, πού είναι; Εκείνοι που θα θέλαμε να συζητήσουμε μαζί τους, να μας πουν της ιστορίες τους με μία μπύρα μέσα στο κατακαλόκαιρο ή μπροστά από το τζάκι ένα κρύο βράδυ του Νοέμβρη. Μήπως κάτι σιχάθηκαν; Μπορεί να ένιωσαν ότι πράγματι μεταλαμπάδευσαν ό,τι είχαν και έκαναν, με τα χρόνια, ένα βήμα πίσω, να συνεχίσουν οι επόμενοι. Δεν κυνήγησαν και ποτέ τη δόξα. Τα είχαν και τα έχουν καλά με τον εαυτό τους. Τους λατρεύω. Και για το τότε και για το τώρα.

Οι άνθρωποι αυτοί, κάθε φορά που έχουν τη δυνατότητα, θα κατέβουν και θα εισέλθουν στο χώρο. Θα αφήσουν με ηρεμία το λουλούδι τους ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα. Ένα κόκκινο λουλουδάκι, ακριβώς όπως άφησαν οι προηγούμενοι, όπως θ’ αφήσουν οι επόμενοι. Και την επόμενη χρονιά και τη μεθεπόμενη.

Χωρίς διακριτικά, χωρίς συμβολισμούς πέρα από τον προφανή και ουσιώδη. Εάν εμάς, που η ύπαρξή μας ξεκίνησε γύρω στα 20 χρόνια ή και περισσότερα απ’ τα γεγονότα, μας προκαλεί έντονο συναίσθημα η επέτειος αυτή, τρέμω στη σκέψη τι προκαλεί σε εκείνους, που μπορούν να κλείσουν τα μάτια τους και να θυμηθούν εικόνες και πρόσωπα, τους ήχους που έσκιζαν τον αέρα. Τα έχουν όλα αυτά κλεισμένα στην ψυχή τους, την οποία ανοίγουν όταν οι ίδιοι θελήσουν. Τυχεροί όσοι έχουν το προνόμιο να ανοίγουν τέτοιες ψυχές για να τους διηγηθούν.

Απ’ όλες τις γνωστές επετείους, μάλλον καμία άλλη δε νιώθω τόσο κοντά μου. Σίγουρα, δεν μπορεί άλλη να με συγκινήσει τόσο πολύ. Κι ας την αντιμετωπίζω, νομίζω, διαφορετικά από πολλούς.

Μπορεί, όσοι βρίσκονταν στην ταράτσα της Νομικής, όσοι κλείστηκαν στο κτήριο της Πατησίων, όσοι έτρεξαν να γλιτώσουν κι όσοι έμειναν σπίτι μετά από ομηρικούς καυγάδες με τους δικούς τους, να μην είχαν πρόβλημα μαζί μου. Ίσως να τους αρκούσε που θα ‘μασταν κάτω από την ίδια ομπρέλα και θα την κρατούσαμε μαζί, υπομονετικά και επίμονα, μέχρι να περάσει η μπόρα. Αυτό πιστεύω.

cookies

This website uses cookies not only for your best possible experience, but also because we love them...