ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΟΛΟ ALGING
Παναγιώτης Κάρολος Alging
info@streetmagazine.gr

Είναι αυτές οι σκούρες αποχρώσεις της μύγας που την κάνουν να ξεχωρίζει έτσι εύκολα μέσα στο γάλα. Αυτή είναι που «χαλάει» το μοτίβο, που δεν κολλάει στην υπόλοιπα εικόνα, στην απαλότητα του λευκού. Ό,τι κι αν κάνει, δεν γίνεται να μην την παρατηρήσεις.

Ευλογημένοι που ‘μαστε όλοι και ζούμε στην εποχή που είχαμε κάθε βδομάδα την δυνατότητα να τον παρακολουθήσουμε να παίρνει την μπάλα με το μαγικό αριστερό του πόδι και να δημιουργεί. Και έτσι, μπορέσαμε να σταματήσουμε να ζηλεύουμε τους μεγάλους, που πρόλαβαν τα προηγούμενα τέρατα εντός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου.

Βέβαια, πολλά από αυτά τα προηγούμενα τέρατα δεν είχαν ούτε στο ελάχιστο την πίεση που αυτός ο κοντούλης Αργεντίνος είχε στους δικούς του ώμους, από την αρχή της καριέρας του. Δεν τους παρομοίασαν εκείνους με τον, ίσως, μεγαλύτερο παίχτη που κλώτσησε ποτέ μπάλα, ούτε τους είπαν καλύτερους απ’ αυτόν. Κυρίως, δεν έθεσαν χαζές και περιττές προϋποθέσεις, για να πουν πράγματα προφανή.

Δεν απαιτούσαν κάθε χρόνο τους μεγάλους τίτλους, λες και είχαν υπογράψει συμβόλαιο οι άλλοι ποδοσφαιριστές με τη ζωή την ίδια. Από εκείνον τον κοντούλη, όμως, για πάνω από 15 χρόνια, όλος ο πλανήτης έχει αυτές τις παράλογες απαιτήσεις. Ακόμη και τώρα, που έχει συμπληρώσει τα 35 του έτη από τον περασμένο Ιούνιο.

Τότε γεννήθηκε, στις 24 Ιουνίου του 1987. Ένα χρόνο και δύο ημέρες μετά το γκολ με το “χέρι του Θεού” και το γκολ του αιώνα. Θα μπορούσε να είναι κυριολεκτικά ο γιος του.

Πόσο άλλαξε απ’ το τελευταίο μουντιάλ της Αργεντινής το ποδόσφαιρο, πόσο «επιστημονικό» έγινε και πόσο απόλυτα ταιριαστός σε αυτό το ποδόσφαιρο είναι ο Μέσι… Από την Αγγλία και το μοντέλο με τις γρήγορες εναλλαγές της μπάλας, η πρώτη προσέγγιση του totalvoetbal έγινε από τον Τζίμι Χόγκαν. Με τα χρόνια, έφτασε, μέσω διαφορετικών προπονητών και παιχτών στην μεγάλη Τορίνο, στην Ρίβερ Πλέιτ, στην Ουγγαρία του ’50 και σε άλλες ομάδες.

Ευρύτερα γνωστό έγινε από το πώς το χρησιμοποίησε ο Ρίνους Μίχελς με τον Κρόιφ παίχτη. Όπως, δηλαδή, το αξιοποίησε κι ο Κρόιφ, αργότερα, σαν προπονητής της Μπαρτσελόνα, με παίχτη τον Γκουαρδιόλα. Και ο Γκουαρδιόλα, προπονητής πια, το αποθέωσε με παίχτη τον Μέσι και με τους λοιπούς εγκεφάλους της Μπαρτσελόνα, με τους Ισπανούς διεθνείς της Μπάρτσα να το εφαρμόζουν και στην εθνική τους.

Κι ας μην κατάφερε η καλύτερη, ίσως, Μπαρτσελόνα, εκείνη του 2012, με τον Μέσι σε δαιμονιώδη φόρμα, να σηκώσει το Τσάμπιονς Λιγκ δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Το περίφημο «τίκι-τάκα», όπως το λέμε, η μετεξέλιξη του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου, με την πίεση ψηλά, με τα υψηλά ποσοστά κατοχής και την μπάλα να γυρίζει, μέχρι με τις σωστές πάσες να φτάσει, τελικά, ο επιτιθέμενος παίχτης να εκτελέσει απ’ το καλύτερο δυνατό σημείο. Εδώ και χρόνια, μιλάμε για τα περίφημα expected goals, τα xGoals, όπως θα τα δείτε γραμμένα στις σύγχρονα στατιστικά.

Τον Μέσι τον ακολουθούσε η κριτική ότι μπορούσε μόνο με τους καλύτερους δίπλα του, ότι δεν κατακτά με τη φανέλα της Αργεντινής, ότι αν κάποτε φύγει από την Μπαρτσελόνα θα περάσει στην αφάνεια, ότι όλη του η ποδοσφαιρική αξία εξανεμίζεται μόλις αφαιρεθούν από δίπλα του ο Τσάβι, ο Ινιέστα, ο Σουάρες, ο Νεϊμάρ και οι λοιποί, κατά καιρούς, συμπαίχτες του. Στο κάτω κάτω, αν μπορούσε να κάνει το κάτι παραπάνω, έλεγαν, θα το ‘χε ήδη κάνει και θα έπρεπε να το είχε κάνει.

Το 2014 έχασε στον τελικό του Μουντιάλ απέναντι στους Γερμανούς, με το γκολ του Γκέτσε στα τελευταία λεπτά της παράτασης, παιχνίδι απ’ το οποίο έκανε μέρες ολόκληρες να μας πέσει η πίεση με αυτά που έχασαν οι Αργεντίνοι. Και τις δύο επόμενες χρονιές έχασε στα πέναλτι δύο συνεχόμενα Κόπα Αμέρικα απ’ τους Χιλιανούς και αποφάσισε ν’ αποχωρήσει από την εθνική ομάδα της Αργεντινής.

Και γύρισε, τελικά, λίγο μετά, παίρνοντάς την απ’ το χεράκι και στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας το 2018, χωρίς να μπορέσει να πάει μακριά, γιατί η Αργεντινή “τράκαρε” με την ανώτερη Γαλλία. Και έπεσαν, ξανά, επάνω του όλοι, μίντια και κόσμος, μειώνοντάς τον και μιλώντας για εκείνον λες και δεν τον είδαν ποτέ ν’ αγωνίζεται, ούτε να πετυχαίνει.

Την ίδια περίοδο, η Μπαρτσελόνα έχει ήδη ξεκινήσει να παίρνει την κάτω βόλτα αγωνιστικά και οικονομικά, ενώ τα τρία τελευταία Τσάμπιονς Λιγκ είχαν καταλήξει όλα στη Ρεάλ. Και την άνοιξη του 2019 ήρθε εκείνο το 4-0 του Άνφιλντ και ο αποκλεισμός απ’ τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ λόγω Λίβερπουλ, παρά το 3-0 του πρώτου αγώνα υπέρ της Μπάρτσα. Ακολούθησαν τα άδεια γήπεδα με την πανδημία και, σχεδόν μοιραία, το διαφαινόμενο διαζύγιό του με την Μπάρτσα το καλοκαίρι, πια, του 2021.

Και πηγαίνει στα ανοιχτά πορτοφόλια των Καταριανών της Παρί. Νομίζουμε πως διάλεξε την Παρί στο “ξεκούραστο” γαλλικό πρωτάθλημα για να συνταξιοδοτηθεί πλουσιοπάροχα. Όμως, εκείνος προετοιμάζεται για άλλα και πηγαίνει το 2021 και κατακτά με την εθνική του το Κόπα Αμέρικα απέναντι στους Βραζιλιάνους, στο Μαρακανά. Στο Μαρακανά, όπου πόνεσε υπερβολικά το 2014. Ξόρκισε αυτήν την κατάρα.

Κάπως έτσι, βλέποντας τον Μέσι να κρατάει κούπα ενώ φοράει τη φανέλα της εθνικής του, θυμηθήκαμε ότι η χρονιά που θ’ ακολουθούσε, το 2022, είναι χρονιά Παγκοσμίου Κυπέλλου – έστω και μέσα στο χειμώνα, στο Κατάρ, με τους 6.500 νεκρούς εργάτες και τη σύγχρονη σκλαβιά όσων (επ)έζησαν, με τον μηδενικό σεβασμό σε ό,τι σχετίζεται με την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, με τις δωροδοκίες σαν τον κύριο μηχανισμό της εκστρατείας του για να πάρει την διοργάνωση και όλα τα λοιπά.

Σκεφτήκαμε ότι το χειμώνα του 2022, όταν φτάσει ν’ αγωνιστεί στο Κατάρ, θα είναι 35 μισό. Θα φοράει, φυσικά, το «10» του Ντιέγκο στην πλάτη, στο πρώτο Μουντιάλ που θα γίνει μετά το θάνατό του. Θα φορά το περιβραχιόνιο του αρχηγού στο αριστερό μπράτσο, ακριβώς όπως ο Ντιέγκο το 1986, τότε που λίγο πριν κλείσει τα 26 του έκανε το κορυφαίο Μουντιάλ που έχει κάνει ποτέ παίχτης.

Υπάρχει μία παράξενη ανατριχίλα ενόψει του τελικού της Κυριακής. Άλλωστε, η μία απ’ τις δύο φιναλίστ είναι η κάτοχος του τροπαίου, η οποία φέρει και την προσδοκία να υπερασπιστεί τον τίτλο της. Η άλλη ξέρει πως έχει ήδη ξεπεράσει τον εαυτό της, αλλά έχει, πέραν του προφανούς, δύο επιπλέον κίνητρα. Τον Μέσι και τον Ντιέγκο.

Μπορεί το παιχνίδι να αγγίξει ως και τα όρια του βαρετού, γιατί είναι τελικός. Μπορεί και να μας χαρίσει κάτι να το συζητάμε για δεκαετίες. Δεν μπορούμε ποτέ να ξέρουμε, γιατί όσο κοινότυπη κι αν είναι αυτή η προσέγγιση, παραμένει αληθής, καθώς όλα αυτά τα πόδια στο γήπεδο κλωτσούν την ίδια μπάλα.

Θα εξαρτηθούν σχεδόν όλα από τις λεπτομέρειες του τελικού, γιατί πάνω σε αυτές θα γίνουν μετέπειτα οι όποιες αναλύσεις. Υπάρχει, ωστόσο, και κάτι σημαντικό, το οποίο δεν θα μπορούσε να εξαρτάται απ’ το αποτέλεσμα. Αυτό το κάτι είναι η ποδοσφαιρική αξία αυτού του κοντού απ’ το Ροζάριο.

Δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνει από τώρα η παράθεση των αριθμών του, παρά το ότι ζαλίζουν από χρόνια σε όλες τις σχετικές κατηγορίες, γιατί είναι ακόμη ενεργός ποδοσφαιριστής. Εξάλλου, έχουν γραφτεί εκατομμύρια λέξεις για τον Λιονέλ Μέσι. Και την ημέρα που θα σταματήσει, θα γραφτούν άλλες τόσες.

Κι ακόμη και αυτές τις ημέρες, με τον Μέσι στα 35+ του και στην τελευταία του μεγάλη παράσταση, εξακολουθεί ολόκληρος ο πλανήτης σχεδόν να απαιτεί το τρόπαιο. Δεν μιλάμε για το πόσο βγαλμένο από όνειρο θα ήταν να συμβεί πράγματι – το να έχει επιστρέψει στην εθνική μετά από συνεχόμενες και μεγάλες απογοητεύσεις, να μην έχει πάει καλά η Αργεντινή το 2018, αλλά το 2022 να φτάνει στον τελικό και να το σηκώνει απέναντι στους εν ενεργεία πρωταθλητές κόσμου.

Αυτό που διακυβεύεται είναι όχι η αξία του εντός γηπέδου, αλλά προσωρινά ένα μέρος του μύθου του, σίγουρα όχι αμελητέο. Δεν είναι λίγο, ασχέτως για ποιον μιλάμε, να κάνει την εθνική του να επιστρέφει στην απόλυτη κορυφή μετά από 36 χρόνια.

Μόνο που μιλάμε για τον μοναδικό ποδοσφαιρικό κληρονόμο του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα και όχι για οποιονδήποτε ποδοσφαιριστή. Κι αυτή είναι η σκιά που τον ακολουθούσε από την αρχή και που τον έφτασε σε σημείο να “σπάσει”. Ο κόσμος τον υποχρέωνε να πετύχει. Ίσως το βάρος που συγκεντρώθηκε στους ώμους του Μέσι να είναι και το πιο άδικο βάρος που έχει υπάρξει ποτέ σε έναν συγκεκριμένο ποδοσφαιριστή. Ποτέ δεν μαζεύτηκαν σε έναν τόσα αδικαιολόγητα «πρέπει».

Αυτή η παράλογη, πραγματικά παράλογη, και αφόρητα πιεστική απαίτηση (και όχι απλώς επιθυμία πολλών ποδοσφαιρόφιλων) να πετύχει τα πάντα, με όλες του τις ομάδες, με τους συλλόγους και την εθνική του. Να τους ξεπεράσει όλους, τον Μαραντόνα, τον Πελέ, τον Κρόιφ, τον Ζιντάν, όλους, με τον καθένα να βάζει τα δικά του κριτήρια, τους δικούς του αριθμούς, ό,τι τον βόλευε για να στηρίξει την άποψή του, που αφορούσε στην κρίση της ποδοσφαιρικής αξίας του κοντού μέσω της βλακώδους σύνδεσής της με την «φτιαχτή» υποχρέωση του Αργεντίνου για συνεχόμενα σουξέ. Και όλα αυτά με μία δόση κακίας από μερικούς, όπως συμβαίνει με όλους τους ποδοσφαιριστές, που τον περιμένουν με ανυπομονησία στη γωνία μετά από κάθε αποτυχία, μικρότερη ή μεγαλύτερη, για να του κουνήσουν το δάχτυλο.

Όσο για το μύθο του, ακόμα κι αν φύγει ηττημένος από το Lusail Stadium, με τον καιρό θ’ αποκατασταθεί, απλά γιατί έχει κάνει πράγματα που δεν έχουμε ξαναδεί, με τρομακτική διάρκεια σε κορυφαίο επίπεδο, που επίσης δεν έχουμε ξανασυναντήσει. Και θα είναι τραγέλαφος, δεκαετίες από σήμερα, να ψέγουμε τον Μέσι επειδή δεν κατέκτησε ποτέ του το Μουντιάλ. Αν και είναι μακράν ο μόνος που θα δεχόταν τόση και τόσο σκληρή κριτική, ακόμη και χρόνια μετά.

Κι αν, δε, φύγει νικητής, θα ‘ναι το πιο ταιριαστό κερασάκι σε όλη αυτήν την τούρτα που απολαμβάνουμε με τα μάτια μας απ’ τα πρώτα χρόνια της χιλιετίας αυτής. Και με το κύπελλο στις αποσκευές, όμως, η ποδοσφαιρική του αξία δεν θα έχει μεταβληθεί. Ανάθεμα κι αν περιμέναμε από ένα τρόπαιο ή ένα παιχνίδι, μόνο, για να καταλάβουμε…

Ο Μπιλάρδο, ο προπονητής της Αργεντινής το 1986, εξήγησε στους παίχτες του πριν τον τελικό με τους Δυτικογερμανούς ότι σε αυτό το παιχνίδι πρέπει να ξεχάσουν τον Μαραντόνα, γιατί δε θα τον αφήσουν οι Γερμανοί σε ησυχία. Τους είπε να πάνε και να κερδίσουν αυτοί το παιχνίδι (και) για εκείνον. Και το έκαναν, καθώς ο Μαραντόνα πέρασε μία πάσα βγαλμένη από τον ποδοσφαιρικό παράδεισο στον Μπουρουσάγκα κι εκείνος έκανε το 3-2 υπέρ της Αργεντινής, λίγο πριν την συμπλήρωση των 90’.

Οι συμπαίχτες του Μέσι δεν μπόρεσαν να κάνουν το ίδιο το 2014 στην Βραζιλία, ξανά απέναντι στους Γερμανούς, παρά τις ευκαιρίες τους. Και έχουν μία δεύτερη ευκαιρία οι Αργεντίνοι, οχτώ χρόνια αργότερα. Μπορεί να βρεθούν σε θέση να εκτελέσουν οι συμπαίχτες του. Μπορεί να βρεθεί ο Μέσι σε θέση εκτελεστή. Μπορεί και κανείς τους. Την Κυριακή θα το μάθουμε αυτό.

Το μόνο για το οποίο, πιστεύω, μπορούμε να είμαστε σίγουροι, είναι πως την Κυριακή θα σπάσουν καρδιές, με τρόπο που ίσως δεν έχουμε ξανασυναντήσει, καθώς δεν προλάβαμε το Maracanaço του 1950. Θα σφυρίξει ο διαιτητής την λήξη και, ασχέτως αποτελέσματος, θα πέσουν κορμιά κάτω σε όλο το γήπεδο. Και στις εξέδρες. Και στις πόλεις της Αργεντινής, όπου οι περίπου 46 εκατομμύρια Αργεντίνοι ζουν και αναπνέουν για το ποδόσφαιρο.

Το σφύριγμα (ή το τελευταίο πέναλτι) θα είναι το χρονικό σημείο όπου ο Μέσι θα επιτρέψει στον εαυτό του να αποσυμπιεστεί. Ενδέχεται, κιόλας, η ορθότερη διατύπωση να είναι ότι δεν θα μπορέσει να συγκρατηθεί. Ίσως περάσει μπροστά από τα μάτια του, με ταχύτητα, όλη του η ποδοσφαιρική πορεία. Από τότε που ήταν παιδάκι και έφτασε στην ακαδημία της Μπαρτσελόνα, Μέχρι τη στιγμή εκείνη, που έχει μόλις λήξει ο δεύτερος τελικός μουντιάλ στον οποίο παίζει. Μεγάλος πια, αλλά με το τόσο άδικο βάρος να τον συνοδεύει ακόμη ή να το έχει πετάξει προ δευτερολέπτων στα σκουπίδια οριστικά, με την φανέλα του ιδρωμένη, με το περιβραχιόνιο να του σφίγγει το αριστερό μπράτσο και με όλον του τον οργανισμό να υπερλειτουργεί. Κι αν απ’ τα δικά του μάτια δεν περάσει η καριέρα του, ίσως περάσει απ’ τα δικά μας.

Καθώς θα βγαίνει από τα αποδυτήρια, θα ξέρει πως σε πολλούς πρέπει ν’ αποδείξει ξανά, σα να μην φτάνουν οι ήδη εκατοντάδες φορές που το έπραξε, ότι είναι ο κορυφαίος, ότι μπορεί, ότι δεν ήταν από τύχη όσα πέτυχε, ότι δούλεψε πολύ και δουλεύει ακόμη, ότι μόνο ευνοημένος δεν ήταν απ’ τη φύση, ότι προσπάθησε τρομακτικά πολύ για το καλύτερο.

Πολλοί έχουν ήδη κλάψει σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο. Παίχτες με τους οποίους (παρα)μεγαλώσαμε, που μας κρατούσαν συντροφιά τα σαββατοκύριακα και τους οποίους αγαπάμε. Ίσως δακρύσουμε κι εμείς το απόγευμα της Κυριακής, συνειδητοποιώντας ότι μπορεί, μόλις, να παρακολουθήσαμε την τελευταία του παράσταση.

Νομίζω, όμως, πως κανείς δεν έχει κλάψει ως τώρα στο Μουντιάλ, όπως θα κλάψει αυτός την Κυριακή, μπροστά ή πίσω απ’ τις κάμερες. Για όλους εκείνους που επίμονα ζητούσαν να καταφέρει κάτι μόνος του, στο ομαδικό άθλημα που λέγεται ποδόσφαιρο. Για τον εαυτό του, που έφερε όλη αυτήν την πίεση, χωρίς να τη ζητήσει ποτέ και χωρίς ν’ αυτοχαρακτηρίζεται ο καλύτερος ή νικητής. Για τους δικούς του ανθρώπους, που του στέκονται στην επί σειρά ετών καταιγίδα από φλας, μίντια και οπαδούς. Για τον Ντιέγκο, που τον λάτρευε και τον καμάρωνε, δίχως αστερίσκους, προϋποθέσεις και ενδοιασμούς. Για εμάς, που θα θέλαμε απλά να τον ευχαριστήσουμε στη γραμμή του τερματισμού. Για το ίδιο το ποδόσφαιρο, που το έχει τιμήσει μοναδικά.

Πάντα υπάρχουν τα γούστα, οι προτιμήσεις, οι αισθητικές, όλα. Σε τελική ανάλυση, έχει μικρότερη σημασία το ποιος είναι καλύτερος γενικά ή σε μία χρονική συγκυρία από το ποιον αγαπάς να βλέπεις. Ο καλύτερος μιας λίστας, επίσημης ή ανεπίσημης, μπορεί να μην σε γεμίζει το ίδιο πολύ, μπορεί, συχνά, να καταντά ως και ανιαρός στα μάτια σου. Το ποιοι σου δημιουργούν εντονότερα συναισθήματα, όμως, στο ποδόσφαιρο, αυτό έχει αξία.

Και την έχει, διότι το ποδόσφαιρο, όσο υγιέστερα το αντιμετωπίζεις, τόσα περισσότερα σου προσφέρει. Συνεχώς μεγαλώνουμε και αγκαλιάζουμε ολοένα και περισσότερο την μονοδιάστατη πεποίθηση ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα και μένουμε αγκιστρωμένοι σε αυτό. Είναι και άθλημα, αναμφίβολα. Τι είναι, όμως, στην ουσία του;

Ειδικά για εμάς, είναι αυτό που μαθαίνουμε από παιδιά. Είναι παιχνίδι. “Πάμε να παίξουμε μπάλα”, όχι “πάμε να αθληθούμε”. Να παίξουμε, άδολα. Να κοινωνικοποιηθούμε, να συναγωνιστούμε, να ανταγωνιστούμε. Να δημιουργήσουμε, να αισθανθούμε, να ζήσουμε την αποτυχία, να βιώσουμε την επιτυχία. Ν’ ανεβοκατεβάσουμε τους παλμούς μας. Και στο τέλος, να το ευχαριστήσουμε για όσα συναισθήματα μας έδωσε, χωρίς να τα κουβαλάμε και να τα καβαλάμε, σώνει και ντε, στο υπόλοιπο της ημέρας ή της ζωής μας, γιατί ακριβώς, είναι παιχνίδι.

Εμείς οι μη επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, προπονητές, οπαδοί, αναλυτές, δημοσιογράφοι, σχολιαστές, παρατηρητές, οι καναπεδάτοι παράγοντες, οι κατ’ ευχήν ιδιοκτήτες ομάδων έχουμε το τεράστιο προνόμιο να μπορούμε να το αντιμετωπίζουμε σε πρώτη και σε τελευταία ανάλυση με βάση τη φύση και την ουσία του.

Και μου μοιάζει αδύνατο να αγαπάς αυτό το συναρπαστικό, απρόβλεπτο, χαοτικό και ελεύθερο παιχνίδι, που λέγεται ποδόσφαιρο, και να μην αγαπάς τον Μέσι.

 

cookies

This website uses cookies not only for your best possible experience, but also because we love them...