Stay in Touch
In case you want to send or ask something
info@streetmagazine.gr
Α.Α. Γεια σου Γιώργο! Για αρχή, θες να μας πεις δυο λόγια για το «A sunset in Greece», αυτή τη συναυλία που έγινε για σκοπούς βιντεογράφησης από τον αρχαίο Ναό της Αφαίας;
Γ.Π. Από τον Δεκέμβριο και μετά, ξεκινά το ταξίδι του αυτό το τηλεοπτικό αφιέρωμα από τον αρχαίο ναό της Αφαίας. Είναι ένα πολύ ξεχωριστό πρότζεκτ, γιατί είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας που δίνεται η άδεια για να γίνει μία μαγνητοσκοπημένη συναυλία μέσα σε ένα αρχαίο ναό. Έγινε σε συνεργασία με τον Ε.Ο.Τ. και θα χρησιμοποιηθεί για την προώθηση της Ελλάδας σε όλο τον κόσμο. Είναι κάτι για το οποίο είμαι πάρα πολύ περήφανος. Το δέος που ζήσαμε όλοι εμείς που βρισκόμασταν εκεί την ημέρα που γράφαμε την συναυλία είναι κάτι που δε νομίζω ότι θα το ξαναζήσουμε ποτέ. Είχα δε την μεγάλη ευτυχία και τύχη να έχω δύο σπέσιαλ γκεστ που είναι δύο άνθρωποι της καρδιάς μου, ο Μάριος Φραγκούλης και η Ευανθία Ρεμπούτσικα. Θα ήτανε μαζί μας και η Νάνα Μούσχουρη να τραγουδήσει, αλλά δυστυχώς είχαν μπει τότε έκτακτα μέτρα λόγω κόβιντ και δεν μπορούσε να έρθει από την Ελβετία. Το γεγονός ότι ήταν εκεί ο Μάριος και η Ευανθία, που ‘ναι δύο άνθρωποι που τους αγαπώ σαν οικογένεια, και η Λίνα Νικολακοπούλου, αλλά εκτός σκηνής, με τους πιο αγαπημένους μου μουσικούς, με τους αγαπημένους μου συνεργάτες ήταν ένα δώρο της ζωής μου και της καριέρας μου που έχω την εντύπωση ότι και σε 40 χρόνια από τώρα θα λέω ότι αυτή ήταν η κορυφαία στιγμή της ζωής μου. Οπότε είμαι πολύ χαρούμενος που αυτό θα πάρει μια πολύ τεράστια προβολή. Θα προβληθεί σε τουλάχιστον 20 χώρες στο εξωτερικό, ίσως και παραπάνω, και ο Ε.Ο.Τ. θα το προμοτάρει μέσω των δικών του καναλιών σε όλο τον κόσμο.
Χ.Σ. Επιτέλους όμως έχουμε και μία επιστροφή στις συναυλίες και στα live events! Ποιες είναι οι προσεχείς συναυλίες που έχεις;
Γ.Π. Έχουμε αρκετές συναυλίες ακόμα. Θα πάμε στη Σύφνο, στην Αλεξανδρούπολη, στην Αθήνα στο Δημοτικό Κηποθέατρο Παπάγου στις 6 Σεπτεμβρίου και στη Λάρισα, στο Δημοτικό Κηποθέατρο Αλκαζάρ, στις 17 Σεπτεμβρίου.
Χ.Σ. Πώς βιώνεις την επιστροφή στις συναυλίες; Πώς νιώθεις με την επιστροφή στη σκηνή;
Γ.Π. Είχα μεγάλη ανυπομονησία. Τις ευχαριστιέμαι τρομερά. Είμαι σαν λιοντάρι σε κλουβί που είναι έτοιμο, ανοίγει η πόρτα και φεύγει τρέχοντας. Η αλήθεια είναι ότι όταν η δουλειά σου, αυτό για το οποίο είσαι γεννημένος και αυτό για το οποίο έχεις προετοιμάσει τον εαυτό σου όλη σου τη ζωή, απαγορεύεται για κάποιο λόγο και δεν μπορείς να το κάνεις για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι μεγάλη πληγή. Σε ένα βαθμό σε κάνει να αισθάνεσαι σχεδόν άχρηστος, γιατί δεν μπορείς να προσφέρεις αυτό το οποίο είσαι φτιαγμένος να προσφέρεις. Οπότε τις περιμένω πώς και πώς αυτές τις συναυλίες. Ήδη έχουμε ξεκινήσει, έχουμε κάνει τις πρώτες συναυλίες και τις ευχαριστήθηκα τη μία πίσω απ’ την άλλη, σε κάθε στιγμή, από το soundcheck, την πρόβα και τους τεχνικούς που παλεύανε μέχρι τη στιγμή που βγαίνεις έξω στον κόσμο και η αγάπη του κόσμου και η ενέργεια αυτή είναι ένα απαράμιλλο πράγμα. Είναι απερίγραπτο το συναίσθημα του να θέλεις οπωσδήποτε να επικοινωνήσεις με τον άλλον. Η σχέση με το κοινό είναι μια σχέση μαγική και πολύ μπερδεμένη. Είναι μια σχέση φιλική, ερωτική, υπαρξιακή. Έχει όλα τα φάσματα του ανθρώπινου συναισθήματος μπλεγμένα, το ένα μέσα στο άλλο, γιατί αφοσιωνόμαστε ο ένας στον άλλον. Εσείς με βάλατε σπίτι σας, εγώ σας βάζω στην καρδιά μου και το ανάποδο. Και αυτό θέλει πολλή δουλειά, σεβασμό και επιμονή μέσα στα χρόνια. Είμαι πολύ ευτυχής που μέσα σε τόσο δύσκολες συνθήκες έχουμε μια περιοδεία με πολλές συναυλίες, αρκετές για ένα καλοκαίρι σαν το φετινό. Ο κόσμος έρχεται, είναι εκεί, μας τιμάει κι αυτό για μένα είναι το πιο μεγάλο παράσημο.
Α.Α. Νιώθεις ότι υπάρχει μια διαφορά μετά από αυτό τον εγκλεισμό; Ποια είναι τα πρώτα συναισθήματα όταν βγαίνεις στη σκηνή μετά από τόσο καιρό;
Γ.Π. Υπάρχει διαφορά. Πέρσι το καλοκαίρι έκανα μόνο 2 συναυλίες. Δε σας κρύβω ότι μου είναι ένα πολύ μεγάλο σοκ κάθε βράδυ, τα πρώτα 5 λεπτά, όταν βλέπω τις μάσκες. Δεν έχω συνηθίσει να βγαίνω στον κόσμο να τραγουδάω και να βλέπω 1000-1500 μάσκες, που κρύβουν το συναίσθημα, το γέλιο, τη χαρά, το τραγούδι, την όρεξη, τη φωνή. Αυτό – ειδικά τις πρώτες φορές – με σόκαρε πάρα πολύ. Δε θα ξεχάσω στην περσινή συναυλία όταν βγήκα δεν είχα προετοιμάσει τον εαυτό μου γι‘ αυτό και με σόκαρε πραγματικά. Φέτος η διαφορά είναι ότι ο κόσμος είναι πιο μουδιασμένος και αμήχανος στην αρχή. Νομίζω ότι σχετίζεται με το ότι μείναμε ένα χρόνο κλεισμένοι στα σπίτια μας και εδώ και ενάμιση χρόνο πια κάθε μέρα μετράμε κρούσματα, θανάτους, πόσοι είναι στις ΜΕΘ, και αναμένουμε ποια θα είναι τα νέα μέτρα. Δεν μπορεί κανένας να οργανώσει τη ζωή του όπως ήξερε, να κλείσει διακοπές για το καλοκαίρι, τα Χριστούγεννα, ή έστω μια εκδρομή. Δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει, όχι σε τρεις μήνες, αλλά δεν ξέρεις αν αύριο θα σε αφήσουν να βγεις ή αν ξαφνικά θα μπουν έκτακτα μέτρα. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το ότι κάθε μέρα βομβαρδιζόμαστε στα media από όλη αυτή την πανδημία που έχει συμβεί, μας έχουν μουδιάσει το συναίσθημά μας. Φέτος λοιπόν βλέπω ότι ο κόσμος, ενώ έχει όρεξη και αντιλαμβάνεται ότι έχει ανάγκη τη μουσική, τον πολιτισμό και να συνδεθεί ξανά με το συναίσθημά του, στην αρχή είναι πολύ αμήχανος και μου παίρνει πολλή ώρα μέχρι να φτάσουμε εκεί ώστε να ανοίξουν οι καρδιές μας. Το πετυχαίνουμε όμως, και αυτό είναι που έχει σημασία για μένα. Αλλά αντιλαμβάνομαι ότι όλοι μας έχουμε περάσει πάρα πολύ δύσκολα. Κι έχουμε περάσει πολύ πιο δύσκολα από ό,τι έχουμε οι ίδιοι αντιληφθεί. Βεβαίως το πρώτο στάδιο είναι ότι οι δουλειές και τα οικονομικά πήγαν πίσω, αλλά το πιο βασικό είναι ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα, όλοι μας, έχουμε περάσει ένα βαθύ τραύμα. Όλο αυτό που συμβαίνει είναι ένα σοκαριστικό τραύμα, που μας έχει πάει όλους πίσω, υπαρξιακά, ψυχικά, επαγγελματικά, οικονομικά, σε ό,τι μορφή μπορείτε να φανταστείτε.
Α.Α. Μιλώντας για αυτή όλη την κρίση, και αν υποθέσουμε ότι η τέχνη είναι πολιτική, πού μπορεί να σταθεί η τέχνη σε αυτό το παρόν;
Γ.Π. «Η τέχνη είναι πολιτική.» Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα φράση. Δεν ξέρω αν η τέχνη είναι πολιτική. Νομίζω ότι η τέχνη είναι πέρα από την πολιτική και είναι συνδεδεμένη με την ψυχή. Και όσο λοιπόν οι άνθρωποι έχουν ψυχές, άρα για πάντα, η τέχνη θα είναι αναγκαία. Ειδικά σ’ αυτές τις περιόδους, όπου το συναίσθημα και η ψυχή του ανθρώπου έχει μουδιάσει και έχει μπει στο ψυγείο, η τέχνη είναι το μοναδικό απαραίτητο στοιχείο που βοηθάει τον άνθρωπο να κρατήσει την ανθρώπινη υπόστασή του ζεστή. Τον βοηθάει να μην χάσει την σχέση του με τον εαυτό του και με τον πυρήνα του. Και αυτό – αν και ισχύει για όλες τις μορφές της τέχνης – το πιστεύω ειδικά για την μουσική και το τραγούδι. Θεωρώ ότι αυτά τα 3 λεπτά του τραγουδιού έχουνε μία τεράστια δύναμη, που ίσως καμία άλλη μορφή τέχνης δεν έχει. Σου επιτρέπει με ένα πολύ ασφαλή τρόπο να έρθεις σε επαφή με το τραύμα σου, με την πληγή σου, σαν να είσαι σε ψυχανάλυση. Είσαι μέσα σε ένα όριο που ξέρεις ότι είναι το τραγούδι. Αυτά τα 3,5 λεπτά για κάποιο λόγο σε αγγίζουνε βαθιά μέσα σου. Γι’ αυτό και, είτε έχουν να κάνουν με το χωρισμό, τη ζωή, τον έρωτα, τους γονείς, με δεν ξέρω ‘γω τι, το τραγούδι σου επιτρέπει να μπεις και να δεις, να αποδεχτείς, να απαλύνεις και άρα να γιατρέψεις το τραύμα σου. Αυτό λοιπόν σε μία εποχή τόσο δύσκολη σαν την τωρινή είναι πραγματικά απαραίτητο.
Χ.Σ. Σε πρόσφατες συνεντεύξεις σου έχεις πει ότι δε θέλεις με τίποτα να επιστρέψεις στην κανονικότητα που υπήρχε προ κορονοϊού.
Γ.Π. Αυτό το έλεγα πέρσι. Τώρα, μετά από 1,5 χρόνο, δεν είμαι πολύ σίγουρος. Μήπως να επιστρέψουμε έστω στην κανονικότητα; (γέλια) Αυτό που εννοούσα είναι ότι έχει έρθει μια άλλη εποχή. Μετά από αυτόν τον εγκλεισμό, θέλοντας και μη, όλοι αναθεωρήσαμε τις προτεραιότητές μας, το πού πάμε στη ζωή αυτή, το τι έχουμε πραγματικά ανάγκη, ότι κάποια πράματα δε λειτουργούν πια, είτε σε προσωπικό επίπεδο, είτε σε συλλογικό επίπεδο. Με αυτή την έννοια δε θέλω την προηγούμενη κανονικότητα, στην οποία όλα τριγύριζαν γύρω από το χρήμα και το κέρδος, θυσιάζοντας τον άνθρωπο. Νομίζω ότι οι προτεραιότητες σιγά – σιγά αλλάζουν. Και χαίρομαι γιατί αυτό το βλέπω στις νέες γενιές. Βλέπω τους 18αρηδες και τους 20αρηδες ότι δεν έχουν όρεξη να το συνεχίσουν αυτό. Οι προτεραιότητες είναι άλλες. Είναι το περιβάλλον που το έχουμε διαλύσει, ο άνθρωπος, η ζωή. Βεβαίως είμαι υπέρ του να υπάρχουν κέρδη, να λειτουργούν οι οικονομίες και όλο αυτό το σύστημα να υπάρχει, αλλά σε μία νέα βάση. Πρέπει όλοι να τη «συζητήσουμε» και να βρούμε ποια θα είναι αυτή η νέα βάση. Πάντως σίγουρα δε γίνεται να συνεχίσουμε αυτή την παράνοια με την οποία κυλούσε ο πλανήτης.
Α.Α. «Αν με πίστευες λιγάκι, θα ‘ταν όλα αληθινά.» Θες να μας πεις πότε και γιατί ξεχώρισες αυτό τον στίχο;
Γ.Π. Το τραγούδι αυτό υπάρχει μέσα μου από τα 3 μου χρόνια. Τότε άρχισε η διαδικασία του διαζυγίου των γονιών μου, το οποίο ήτανε ένα πολύ βίαιο και επιθετικό διαζύγιο, τόσο ανάμεσα στους δύο γονείς μου, όσο και σε μας τα παιδιά. Γιατί εγώ και ο αδερφός μου γίναμε τα πιόνια που χρησιμοποίησαν οι γονείς μας μεταξύ τους για να κάνουν το δικό τους πόλεμο. Αυτό μου άφησε ένα τεράστιο τραύμα, το οποίο δεν είχα συνειδητοποιήσει μέχρι πριν από 2 χρόνια που ξεκίνησα την ψυχανάλυση. Δηλαδή στα 35 μου κατάλαβα πόσο βαθύ ήταν το τραύμα αυτού του διαζυγίου και όσων ακολούθησαν – που χωριστήκαμε ο αδελφός μου κι εγώ, ο ένας πήγε με τον ένα γονιό, ο άλλος με τον άλλο, και μεγαλώσαμε σαν δύο ξένοι. Εκεί λοιπόν, σε αυτή την περίοδο, ήρθε μια φωνή σαν χάδι να μου απαλύνει αυτό που συνέβαινε κι έγινε η διέξοδός μου. Αυτή η φωνή ήταν η Νάνα Μούσχουρη, που είναι και η αγαπημένη μου τραγουδίστρια, το ίνδαλμά μου και ο λόγος που έγινα τραγουδιστής. Κι επειδή και η μητέρα μου είναι Γαλλίδα και στο σπίτι μιλούσαμε Γαλλικά και Ελληνικά και γενικώς ήταν ένα σπίτι στο οποίο κυκλοφορούσανε πολλές γλώσσες, με τη Νάνα δέθηκα πολύ γιατί την άκουγα τη μία να τραγουδάει στα Αγγλικά, την άλλη στα Γαλλικά, την άλλη στα Ελληνικά, και αυτό στον ψυχισμό μου ήρθε να κουμπώσει με έναν τρόπο μαγικό. Από τότε, χωρίς να καταλάβω καν πώς, το «αν με πίστευες λιγάκι, θα ‘ταν όλα αληθινά» έγινε τρόπος ζωής. Συνειδητοποίησα ότι αν εγώ κατ’ αρχάς πιστέψω σε κάτι πάρα πολύ, τότε αυτό θα βρει τον τρόπο του και θα γίνει. Αυτό πολλές φορές είναι υπερβολικά ρομαντικό και κάποιοι θα σου πουν ότι είναι και ουτοπικό, αλλά εγώ πιστεύω ότι δεν είναι. Και η ζωή μου μού απέδειξε ότι όταν πιστεύεις πραγματικά σε κάτι πάρα πολύ, θα δημιουργήσεις και τις ευκαιρίες ώστε αυτό να γίνει πραγματικότητα. Μπορεί να μη γίνει ακριβώς αυτό που ονειρεύτηκες, μπορεί να γίνει λιγότερο. Πάντως ότι αν κοιτάξω πίσω μου τα τελευταία 20 χρόνια που τραγουδάω τι μου έφερε η ζωή αυτή, σε πόσα μέρη στη γη με πήγε, με πόσους καλλιτέχνες σπουδαίους συνεργάστηκα, σε ποια θέατρα πάτησα το πόδι μου και τραγούδησα, ευτυχώς που το πίστεψα παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια. H φράση αυτή του Γκάτσου με ακολουθεί από πολύ μικρό.
Χ.Σ. Αφορμόμενοι από το #metoo και από τον βίαιο χωρισμό των γονιών σου, ποια θεωρείς ότι είναι η ιδανική στάση ή ποια θα ήθελες να είναι η στάση η δικιά σου ως θύμα απέναντι στον οποιονδήποτε θύτη;
Γ.Π. Κατ΄ αρχάς δε θέλω να πω ότι είμαι θύμα. Ίσως γιατί ο εγωισμός μου δε μου το επιτρέπει αυτό. Και μόνο στο άκουσμα ότι εγώ είμαι θύμα, μου προκαλεί θυμό. Δεν το θέλω με τίποτα.
Χ.Σ. Τότε ας μιλήσουμε για το άτομο που έχει τον ρόλο του κακοποιούμενου και το άτομο που έχει τον ρόλο του κακοποιητή σε αυτή την ιστορία.
Γ.Π. Ξέρετε, στο δικό μου τρόπο που διαχωρίζω τα πράματα, είναι άλλο το θύμα και ο θύτης στην ενήλικη ζωή, και είναι άλλο τα παιδιά. Είναι τελείως διαφορετικά, γιατί ένα τρίχρονο, ή τετράχρονο, ή πεντάχρονο, ή οκτάχρονο ή και δωδεκάχρονο παιδί δεν έχει ούτε την ωριμότητα, ούτε τον τρόπο να αντιμετωπίσει αυτό που συμβαίνει. Απλά του συμβαίνει και το δυστυχές είναι ότι μαθαίνει και συνηθίζει ότι αυτό είναι το φυσιολογικό. Από την άλλη, χωρίς να θέλω να είμαι αναίσθητος απέναντι στους ανθρώπους που έχουν κακοποιηθεί – μιας και εγώ ο ίδιος θεωρώ ότι έχω κακοποιηθεί και ψυχολογικά και λεκτικά ως παιδί – θεωρώ ότι και οι γονείς κάνανε ό,τι καλύτερο μπορούσανε. Ίσως να μην ξέρανε κάτι παραπάνω και να μη συνειδητοποιούσανε τι ήταν αυτό που κάνανε ή κάνουν στα παιδιά τους. Αυτό που για μένα έχει σημασία είναι να εξελισσόμαστε. Το γεγονός ότι στις δικές μας γενιές πια, η ψυχολογία και η ψυχανάλυση έχουνε μπει μέσα στο mainstream της ανθρώπινης ζωής βοηθά να αντιληφθούμε ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος είναι γονιός οφείλει να έχει το μυαλό του ανοικτό και να πάρει βοήθεια για τα πάντα. Δεν είναι κακό, ούτε μεμπτό, ούτε κατακριτέο. Ίσα ίσα τον κάνει απλά να θέλει να εξελιχθεί και να θέλει ό,τι καλύτερο γίνεται για το παιδί του. Όσο για την στάση του κακοποιούμενου απέναντι στον κακοποιητή, ξέρω ότι θα ακουστεί πάρα πολύ κλισέ αυτό που θα σας πω, αλλά νομίζω ότι πρέπει να είναι η στάση της συγχώρεσης. Για να φτάσεις εκεί, πρέπει να περάσεις από όλα τα στάδια πριν που είναι ο θυμός, η τιμωρία, είναι πολλά. Αλλά νομίζω ότι ο τελευταίος σταθμός είναι η συγχώρεση γιατί αλλιώς δε θα αλλάξει ποτέ τίποτα. Αν απλά εμείς λέμε ότι αυτός είναι κακοποιητής, άρα κρεμάστε τον στον δέντρο, ή σκοτώστε τον, ή κλείστε τον σε μια φυλακή για πάντα, δε θα αλλάξουμε κάτι. Το νόημα είναι όχι πώς θα πιάσουμε όλους τους κακοποιητές και θα τους κλείσουμε κάπου, αλλά πώς η κακοποίηση θα μειώνεται από μέρα σε μέρα. Οι στατιστικές δείχνουν ότι οι κακοποιητές έχουν κακοποιηθεί οι ίδιοι πιο πριν στη ζωή τους. Οπότε αυτό δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο, που μόνο με την παιδεία, την εκπαίδευση και την εξήγηση, η κακοποίηση θα μειώνεται. Και αυτό απαιτεί συγχώρεση. Απαιτεί να μπορέσεις να κοιτάξεις τον άλλον που έκανε την κακοποίηση και να του πεις «Δυστυχώς δεν ήξερες παραπάνω. Έλα όμως να δούμε γιατί εσύ είσαι έτσι και πώς αυτό το πράμα θα το διορθώσουμε.» Και ειδικά στα νέα παιδιά.
Α.Α. Πώς θα σχολίαζες το δίλλημα «Συγχώρεση ή ένοπλος αγώνας»;
Γ.Π. Αυτό νομίζω έχει να κάνει με την προσωπική τοποθέτηση του καθενός. Κατ’ αρχάς, εγώ αυτές τις έννοιες του πολέμου, της μάχης, του αγώνα, δε τις θέλω καθόλου. Γι’ αυτό και δε μου αρέσουν όλες αυτές οι εθνικιστικές γιορτές που κάνουμε. Θεωρώ ότι την πατρίδα σου την αγαπάς ή την τιμάς πολύ περισσότερο με το να φέρεις πραγματική αλλαγή παρά με το να χαίρεσαι που πριν από 50 χρόνια σκοτωθήκανε τόσες χιλιάδες, ή τόσα εκατομμύρια άνθρωποι. Η πραγματικότητα είναι ότι κάνουμε πολέμους εδώ και 10000 χρόνια, και τι καταλάβαμε; Απλά κάθε τόσο, για να λέμε «Α, τι ωραία, πλακώνεται ο ένας με τον άλλον.», σκοτώνουμε μερικές χιλιάδες ή εκατομμύρια ανθρώπους. Μα έτσι δεν αλλάζει κάτι. Αντίστοιχα και με την κακοποίηση, με το να απομονώσουμε κάποιους ανθρώπους, να τους τιμωρήσουμε παραδειγματικά, δεν αλλάζει κάτι. Για να μην παρεξηγηθώ, βεβαίως και χρειάζεται η τιμωρία όταν είναι μία παράνομη πράξη – σε αυτό είμαι απόλυτα σύμφωνος. Βεβαίως πρέπει να τιμωρηθούν και να τιμωρηθούν ακριβώς όπως ορίζει ο νόμος. Αλλά το θέμα είναι τι γίνεται μετά. Οκ, τον τιμωρήσαμε, τον κλείσαμε στη φυλακή. Αλλά κι αν βγει αυτός σε 10 χρόνια και ξανακάνει τα ίδια, τι καταλάβαμε; Καταλάβαμε κάτι; Αλλάξαμε τίποτα; Δεν αλλάξαμε κάτι. Η ουσία είναι στο να γίνει αλλαγή. Γι’ αυτό λοιπόν λέω ότι για να γίνει η αλλαγή χρειάζεται η επιείκεια και η συγχώρεση.
Χ.Σ. Θες να μας μιλήσεις λίγο για το ρόλο σου ως πρεσβευτής του προγράμματος αναδοχής παιδιών;
Γ.Π. Μπήκα σε αυτό μετά το κάλεσμα της υφυπουργού εργασίας, κας Δόμνα Μιχαηλίδου, που με έπεισε αμέσως, στα πρώτα τρία λεπτά που με πήρε τηλέφωνο. Εντυπωσιάστηκα από το πάθος της, την επιμονή της, την αφοσίωσή της, και κυρίως την τελευταία φράση που μου είπε: «Αυτή τη στιγμή έχουμε περίπου 1800 παιδιά σε ιδρύματα. Εγώ θέλω σε 5 χρόνια να μην υπάρχει κανένα παιδί σε ίδρυμα». Και αυτό είναι και ο στόχος μας. Ταυτόχρονα ξεκίνησα και μια συνεργασία με τη UNICEF γύρω από την κακοποίηση και τα δικαιώματα των παιδιών. Μέσα από αυτές τις συνεργασίες, συνειδητοποιώ ότι ακόμα και σήμερα, το 2021, μεγαλώνουν παιδιά μέσα στην κακοποίηση, παιδιά που άθελά τους κι αυτά ενδεχομένως αύριο θα γίνουνε κακοποιητές. Μεγαλώνουν παιδιά με μεγάλα τραύματα. Το ξέρετε ότι η πρώτη αιτία για τις απόπειρες αυτοκτονίας στους εφήβους είναι η ομοφυλοφιλία; Το γεγονός ότι ακόμα, το 2021, δεν έχουμε φτάσει στο επίπεδο όπου ένα παιδί να μπορεί να αποδεκτεί τον εαυτό του και οι γονείς του να το αποδεκτούν το θεωρώ ίσως το πιο μεγάλο έγκλημα της ανθρωπότητας αυτή τη στιγμή. Και δεν έχει να κάνει μόνο με την ομοφυλοφιλία. Έχει να κάνει με τα παχύσαρκα παιδιά, με τα τρανς παιδιά, με τα φτωχά παιδιά, με ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. Υπάρχει τεράστιος ρατσισμός σε τόσες πολλές εκφάνσεις. Και η ψυχή ενός παιδιού, ακριβώς επειδή είναι αθώα και γεμάτη ομορφιά, μπορεί να πληγωθεί από το οτιδήποτε. Και αυτό δε γίνεται να το επιτρέπουμε το 2021. Εγώ ειλικρινά σας το λέω, ως ένα 37χρονος, δεν το δέχομαι. Σας το λέω και θυμώνω πάρα πολύ. Είναι κάτι που με ξεπερνάει. Δε δέχομαι στη σημερινή εποχή να υπάρχουν παιδιά που να είναι αβοήθητα, ή παιδιά που ξεβράζονται νεκρά σε παραλίες επειδή έχουνε βρεθεί σε μία βάρκα για να βρουν καλύτερη ζωή κι εμείς ακόμα συζητάμε για το αν θα αγοράσουμε μια bmw ή θα πάρουμε το καινούριο apple watch. Δεν το δέχομαι. Και δεν είμαι ούτε επαναστάτης ούτε ακτιβιστής ούτε τίποτα, αλλά αυτό…
Χ.Σ. Σήμερα σου βγαίνει ένα πολύ επαναστατικό πνεύμα πάντως.
Γ.Π. Σήμερα μου βγήκε. Να το σημειώσουμε αυτό παρακαλώ. (γέλια) Σήμερα με έπιασε, ίσως επειδή μου έδωσαν και μελετάω κάποια πράγματα σε σχέση με την κατάσταση των παιδιών τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και στην Ελλάδα, και τα νούμερα είναι πολύ απογοητευτικά. Κάτι πρέπει να κάνουμε πολύ γρήγορα. Γι’ αυτό και – το έχω ξαναπεί δημόσια – οποτεδήποτε υπάρχει οργανισμός που ασχολείται με τα παιδιά και μου ζητήσει να μιλήσω ή να τραγουδήσω ή να κάνω μια εκδήλωση, πάντα λέω ναι και βρίσκω τον τρόπο να το κάνω.
Α.Α. Έχοντας πει όλα αυτά πώς βλέπεις το ενδεχόμενο να κάνεις δική σου οικογένεια.
Γ.Π. Θέλω να κάνω δική μου οικογένεια και θα κάνω δική μου οικογένεια. Τώρα δεν ξέρω με ποιο τρόπο θα είναι αυτό. Δεν ξέρω αν θα ‘ναι με υιοθεσία ή μέσω παρένθετης μητέρας, ή αν θα γίνω ανάδοχος γονέας. Σίγουρα θα το κάνω. Απλά νομίζω θέλω ακόμα 3-4 χρονάκια, να ‘ρθω λίγο στα ίσα μου, να ωριμάσω λίγο πιο πολύ και μετά θα το κάνω.
Α.Α. Η ψυχανάλυση ήταν στάδιο προς τα ‘κει;
Γ.Π. Όχι, η ψυχανάλυση σε μένα ξεκίνησε γιατί το 2017 είχα χάσει τα αυγά και τα πασχάλια. Ήταν μια χρονιά πάρα πολύ δύσκολη για μένα. Έχασα κάθε επαφή με τον εαυτό μου. Πέρασα μια υπαρξιακή κρίση, κυρίως στη δουλειά, γιατί είχα χάσει κάθε εμπιστοσύνη απέναντι στον εαυτό μου και οποιαδήποτε αίσθηση αξίας. Πίστευα πραγματικά ότι δεν έχω καμία αξία, ότι είμαι το απόλυτο τίποτα. Και αυτό γινότανε σταδιακά, σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλαβαίνω. Ζούσα μια εποχή που είχα υπογράψει το πρώτο μου διεθνές συμβόλαιο, ταξίδεψα σε πάρα πολλά μέρη του κόσμου, πήγαινα από τη μία χώρα στην άλλη, και είχα επιτυχίες και δουλειές, αλλά τόσο η εταιρεία μου, όσο και η ομάδα μου, χειρίστηκε αυτό το πράγμα με ένα βάναυσο τρόπο απέναντι σε μένα. Από την άλλη, αυτό διακόπηκε πολύ απότομα και – γυρνώντας στην Ελλάδα κάθε φορά – αυτό που άκουγα ήταν ότι είμαι το κακέκτυπο του Μάριου Φραγκούλη. Δεν καταλάβαινα πώς γινότανε γιατί είμαστε δύο τελείως διαφορετικές προσωπικότητες και δύο τελείως διαφορετικοί καλλιτέχνες. Βεβαίως έχουμε κάποια κοινά στα παιδικά μας χρόνια, στην αισθητική μας, στα ακούσματά μας. Και όσοι ξέρουν και ακολουθούν τον Μάριο, ξέρουν ότι έχει βοηθήσει πάρα πολλά νέα παιδιά. Σας το λέω αυτό με το χέρι στην καρδιά: κανένας άλλος Έλληνας τραγουδιστής δεν έχει βοηθήσει τόσους νέους καλλιτέχνες όσο ο Μάριος. Και μάλιστα δε, επειδή οι περισσότεροι καλλιτέχνες το κάνουνε τη στιγμή που θα δουν ότι ο νέος έχει επιτυχία, ο Μάριος πάντα το κάνει πολύ πριν. Έχει τη διορατικότητα να βλέπει το ταλέντο που θα φτάσει κάπου πριν την κάνει την επιτυχία και του δίνει τη φόρα να φτάσει στην επιτυχία. Έτσι έκανε και σε μένα. Και με βοήθησε πάρα πολύ στο ξεκίνημά μου. Δεν καταλάβαινα λοιπόν πώς γινότανε η αγάπη και ο θαυμασμός που είχα και εγώ προς τον Μάριο, και ο Μάριος προς εμένα, να μου γυρνάει μπούμερανγκ. Ο συνδυασμός αυτών των δύο, τι γινότανε στο εξωτερικό και τι γινότανε στην Ελλάδα, ήτανε ένα σταγονόμετρο που έριχνε μια σταγόνα δηλητήριο μέσα μου μέρα με τη μέρα. Κι έφτασα το 2017 να ‘μαι τελείως στα χαμένα. Δεν ήξερα ούτε ποιος είμαι, ούτε πού πάω, ούτε τι θέλω. Τρόμαξα πάρα πολύ και γύρισα πίσω στην Ελλάδα, στο καβούκι μου. Κάπου εκεί ξεκίνησα την ψυχανάλυση, γιατί συνειδητοποίησα ότι αυτό πρέπει να ’χει τις ρίζες του κάπου αλλού. Βεβαίως οι ρίζες ήταν στα παιδικά μου χρόνια, τα θέματα που υπήρχαν τα δούλεψα και ευτυχώς βγήκα από αυτό. Από τότε, κατάφερα να κάνω πολύ ωραία πράγματα και στη ζωή μου και στη δουλειά μου. Απλά αυτό που λέω πάντα και το λέω για όλο τον κόσμο, η ψυχανάλυση θεωρώ ότι είναι η πιο μεγάλη επένδυση που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος στη ζωή του. Αλήθεια σας το λέω. Μην αγοράζετε σπίτια – κάντε ψυχανάλυση. Νομίζω ότι είναι οι καλύτερες μετοχές στο δικό σας χρηματιστήριο που μπορεί να αγοράσει ο οποιοσδήποτε. Το λέω και το πιστεύω ακράδαντα, γιατί σου ανοίγει το πεδίο σου και τη ψυχή σου. Μαθαίνεις να μην αφήνεις τον εγωισμό σου να γίνεται τροχοπέδι και να γυρνάει εναντίον σου. Κυρίως έχει να κάνει με το ότι βάζεις τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση. Λες «Οκ, αυτό είναι ένα φλυτζάνι. Δεν είναι ούτε το τέλος του κόσμου, ούτε η βόμβα της Χιροσίμα, ούτε τίποτα. Είναι ένα φλυτζάνι το οποίο μου προκάλεσε ένα πρόβλημα σήμερα.» Μέχρι εκεί. Και με το να μπορείς να βάζεις τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση, αυτομάτως μπορείς να λύσεις πολύ περισσότερα προβλήματα, που όλοι έχουμε στη ζωή μας, όπου και να βρισκόμαστε, με οτιδήποτε και να ασχολούμαστε, και μπορείς εν γένει να είσαι ένας πιο ολοκληρωμένος και ευτυχισμένος άνθρωπος.
Α.Α. Να παίξουμε ένα μικρό παιγνίδι;
Γ.Π. Αμέ!
Α.Α. Θα σου λέμε ένα τίτλο, μια ατάκα ή ένα στίχο και θα κάνεις το σχόλιό σου. Είναι πράγματα που έχεις πει ή που έχεις τραγουδήσει.
Χ.Σ. «Ανεύθυνα αυστηρός με μένα»
Γ.Π. Έχω υπάρξει ανεύθυνα αυστηρός με μένα. Η υπερβολική αυστηρότητα που διαπράττεται συνεχόμενα, σε βαθμό εγκληματικό απέναντι στον εαυτό σου, είναι ανευθυνότητα. Γίνεσαι αυτοκαταστροφικός χωρίς λόγο και αυτό είναι ανεύθυνο απέναντι στην δική σου την ύπαρξη. Αυτό εννοούσα. Και δυστυχώς το έχω διαπράξει, και εξακολουθώ να το διαπράττω σε βάρος μου πολύ καιρό και με μεγάλη επιτυχία. (γέλια)
Α.Α. «Pose»
Γ.Π. Αυτή ήτανε μια καταπληκτική σειρά. Το Pose με τάραξε πάρα πολύ, γιατί αφορούσε ένα κομμάτι που εγώ το αγνοούσα. Όλα αυτά τα χρόνια λέμε για τα δικαιώματα της LGBT κοινότητας και το Τ για κάποιο λόγο, ίσως επειδή δεν είναι τόσο πολύ στο mainstream, το ξεχνάμε. Nτρέπομαι που το λέω αλλά δεν είχα καμία ιδέα του τι αγώνα έδωσαν και τι έχουν περάσει οι τρανς κοινότητες στον κόσμο. Κάτι που δεν σταμάτησε βεβαίως γιατί ακόμα δεν είναι εκεί που θα έπρεπε να είναι όσον αφορά τα δικαιώματά τους και την αποδοχή τους από τον κόσμο. Αυτή η σειρά εμένα μου άνοιξε τα μάτια. Τη λάτρεψα επίσης για όλη αυτή την αισθητική. Και αυτό που μου έμεινε πάνω από όλα με το Pose είναι αυτή η μάνα με τα παιδιά της – το πώς υιοθετεί η μεγαλύτερη τρανς τις επόμενες γενιές. Αυτό εμένα με συγκλόνισε πραγματικά.
Χ.Σ. Μη δεις παιδιά, αμέσως συγκλονίζεσαι, ε;
Γ.Π. Α, ναι, δεν το είχα σκεφτεί αυτό! Θα το πω στον ψυχαναλυτή μου! (γέλια) Ξέρεις γιατί; Γιατί πάντα με ενδιαφέρει και μ’ αρέσει πάρα πολύ όταν βλέπω αυτή την αλληλεγγύη από την προηγούμενη γενιά στην επόμενη. Και θα το φέρω στο τραγούδι πάλι. Πριν από κανένα μήνα έβλεπα μία σειρά από βιογραφικά ντοκιμαντέρ διάφορων πολύ σπουδαίων κλασικών τραγουδιστών, όπως Domingo, Pavarotti, Joan Sutherland, Caballé, και έβλεπα ότι το ένα κοινό που έχουν όλες αυτές οι προσωπικότητες είναι ότι προετοίμαζαν τον επόμενο. Βρίσκανε τον νέο καλλιτέχνη, τον βοηθούσαν, τον συστήνανε, τον έπαιρναν σε παραστάσεις. Αυτό εγώ το πήρα από τον Μάριο. Τώρα έχει έρθει η σειρά μου, που το κάνω κι εγώ σε νέα παιδιά, όπως τη Μυρτώ Βασιλείου, που της κάνουμε μαζί με τον Μάριο την παραγωγή του επόμενου της δίσκου, στον οποίο θα ‘χούμε και ένα ντουέτο. Οπότε αυτό με συγκίνησε πολύ και στο Pose, ότι είναι η μία γενιά που προσέχει την επόμενη και δίνει την σκυτάλη.
Α.Α. «And the world is like an apple, whirling silently in space»
Γ.Π. Αυτό πάντα μου θυμίζει τον Michel Legrand. Ο Michel για μένα ήτανε μία από τις μεγαλύτερες συνεργασίες και γνωριμίες της ζωής μου, τόσο σε επαγγελματικό, όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Ο άνθρωπος αυτός έχει κερδίσει 3 Όσκαρ, έχει προταθεί για 9 Όσκαρ, και Γκράμυ και η λίστα είναι ατελείωτη. Είναι ένας ήρωας της Ευρωπαϊκής μουσικής και από μικρός τον λάτρευα. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα τον γνώριζα ή ότι θα τραγουδούσα μαζί του ή ότι θα κάναμε κοινές συναυλίες. Αλλά πάνω από όλα κρατάω σαν μεγάλο φυλαχτό στη ζωή μου αυτά που μου είπε και αυτό το ατελείωτο κυνήγι για την τελειότητα. Τον θυμάμαι με την παρτιτούρα του, νότα-νότα, λέξη-λέξη, να μου αναλύει τι μου ζητάει το καθετί. Αυτό δεν το έχω ξαναπετύχει ποτέ στη ζωή μου. Και τον θυμάμαι να μου λέει ότι «Κοιτάχτε, εμάς το καθήκον μας είναι να κυνηγήσουμε την τελειότητα. Δεν θα την πιάσουμε ποτέ. Αλλά οφείλουμε να την κυνηγήσουμε.» Αυτό για την πορεία μου και για τη ζωή μου ήταν ένα τεράστιο μάθημα. Θα τον θυμάμαι πάντα με τεράστια αγάπη. Ακόμα και τώρα που τραγουδάω τα τραγούδια του κάθε φορά συγκινούμαι πάρα πολύ, γιατί είναι ένας από τους ήρωές μου και αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη στο σύμπαν που μου τον έφερε στη ζωή μου.
Α.Α. «Je suis malade»
Γ.Π. Αυτό εδώ το τραγούδι το είπα τυχαία την πρώτη φορά, γιατί είχα τα ερωτικά μου. Ήμουνα σε μια ερωτική απογοήτευση πριν από πολλά χρόνια. Κι ένα βράδυ μου τη βάρεσε κι είπα «Θα πω αυτό το τραγούδι». Θυμάμαι κατ’ αρχάς την αίσθηση που εγώ ένιωσα, που με τάραξε, και ταυτόχρονα την αντίδραση του κόσμου. Ήξερα εκείνο το βράδυ ότι το τραγούδι αυτό θα γινότανε μέρος της πορείας μου, κι ας μην είναι δικό μου. Τώρα πια, σχεδόν 10 χρόνια μετά, δεν μπορώ να κάνω συναυλία που να μην το πω. Είναι το τελευταίο τραγούδι και ο κόσμος μου το ζητάει κάθε βράδυ. Είναι ένα τραγούδι που το έχω μέσα στην καρδιά μου. Από μικρό παιδί το ακούω από τον Serge Lama, που είναι ο πρώτος που το τραγούδησε στη Γαλλία. Θυμάμαι ότι είχαμε το δίσκο με το κόκκινο εξώφυλλο. Φυσικά μετά το είπε και η Dalida και η Lara Fabian, που είμαστε και πολύ φίλοι. Είναι ένα τραγούδι από αυτά που έχουν μείνει πολύ σταθερά στην πορεία μου και του έχω πολύ μεγάλη αγάπη, γιατί τόσα χρόνια μετά, κάθε βράδυ που το τραγουδάω, κάτι με συνδέει μαζί του.
Α.Α. «Κι εμένα τελικά να συγχωρώ»
Γ.Π. Μεγάλη υπόθεση αυτή. Αυτός είναι ο μεγάλος στίχος της μεγάλης Λίνας, γιατί η Λίνα Νικολακοπούλου είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ελληνική μουσική. Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αν στα τελευταία 100 χρόνια θα έπρεπε να κρατήσουμε 2 στιχουργούς αυτοί είναι ο Νίκος Γκάτσος και η Λίνα Νικολακοπούλου. Νομίζω ότι είναι οι 2 στιχουργοί-ποιητές που έχουνε στιγματίσει το ελληνικό DNA περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, χωρίς βεβαίως να θέλω να μειώσω ή να υποβαθμίσω τους άλλους. Αυτή όμως είναι η δική μου προσωπική άποψη. Ο στίχος αυτός από το τραγούδι «Όλα ένα» σε μουσική της εξίσου σπουδαίας Ευανθίας Ρεμπούτσικα είναι ο λόγος που αναγκάστηκα να τραγουδήσω το τραγούδι στο στούντιο 3-4 φορές. Δεν μπορούσα γιατί αντιλαμβανόμουν πόσο μεγάλος στίχος είναι και πόσο δύσκολο είναι. Αλλά νομίζω ότι ο έρωτας, ο πραγματικός έρωτας, αυτό κάνει. Σου επιτρέπει στο βάθος του χρόνου να συγχωρήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό και τα λάθη που έχεις διαπράξει. Είναι ένας από τους πιο πολύ αγαπημένους μου στίχους και είμαι πολύ περήφανος που ο στίχος αυτός δόθηκε στη δική μου φωνή.
Α.Α. Και η τελευταία μας ερώτηση για σήμερα: Αν είχες μπροστά σου ένα παιδί, κι αυτές ήτανε οι τελευταίες σου στιγμές στη γη, τι θα του έλεγες;
Γ.Π. Θα έλεγα στο παιδί αυτό να είναι αναπολογητικό, να ζήσει τη ζωή του χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανέναν και να μη φοβηθεί ποτέ να είναι ο αυθεντικός του εαυτός. Προχθές είχα ένα δείπνο με τη Νάνα Μούσχουρη και μου ‘πε ακριβώς αυτό το πράγμα, ότι το πιο σημαντικό στη ζωή αυτή είναι να μη χάσεις την ταυτότητά σου, ακόμα και αν σε πουν γραφικό, ακόμα κι αν κινδυνέψεις να είσαι δακτυλοδεικτούμενος. Εσύ την ταυτότητά σου δε πρέπει να τη χάσεις. Πρέπει να είσαι αυτό που είσαι. Γιατί μόνο όταν είσαι ο αληθινός σου εαυτός θα είσαι πρώτον εσύ ευτυχισμένος και δεύτερο θα κάνεις και τους γύρω σου ευτυχισμένους. Σε αυτό το παιδί θα του έλεγα «Να ζήσεις ακριβώς όπως εσύ θες να ζήσεις. Μην υπολογίσεις κανέναν, ούτε τους γονείς σου, ούτε τους φίλους σου, ούτε τη δουλειά σου, τίποτα. Να είσαι μόνο ο εαυτός σου.» Γιατί αυτό, όσο εγωιστικό κι αν ακούγεται, στην πραγματικότητα είναι το μεγαλύτερο καλό που μπορείς να κάνει κανείς σε ολόκληρη την κοινωνία μετά. Κι έτσι μετατρέπεται στο αντίθετο του εγωισμού.
Α.Α. Ευχαριστούμε πάρα πολύ Γιώργο!
In case you want to send or ask something
info@streetmagazine.gr