Stay in Touch
In case you want to send or ask something
info@streetmagazine.gr
Τραγούδησε την ελευθερία, τον έρωτα, την καταπίεση και έγινε λαϊκό είδωλο. Ο Μπομπ Μάρλεϊ “βαπτίστηκε” δικαιωματικά «Βασιλιά της Ρέγκε», ενώ κάποιοι μουσικοκριτικοί τον χαρακτηρίζουν ως «νονό του χιπ χοπ». Το μόνο σίγουρο είναι ότι άφησε ένα ανεξίτηλο μουσικό και κοινωνικό στίγμα το οποίο θα μνημονεύεται παγκοσμίως για πολλούς αιώνες ακόμη. Η ημέρα των γενεθλίων του (6 Φεβρουαρίου 1945), τιμάται ως εθνική εορτή στην ιδιαίτερη πατρίδα του, η οποία φυσικά και δεν είναι άλλη από τη Τζαμάικα.
Ο Ρόμπερτ Νέστα Μάρλεϊ, όπως είναι και το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στο χωριό Νάιν Μάιλς της Ιαμαϊκής (Τζαμάικα). Ο πατέρας του, Norval Sinclair Marley, (γεννημένος το 1895) ήταν λευκός Τζαμαϊκανός με καταγωγή από την Αγγλία, που ζούσε στο Λίβερπουλ. Ο Norval ήταν ναυτικός αξιωματούχος, καπετάνιος και επιθεωρητής φυτειών, όταν γνώρισε και παντρεύτηκε την Σεντέλα Μπούκερ (1926- 2008), μια μαύρη Τζαμαϊκανή μόλις δεκαεννιά ετών τότε. Ο Norval παρείχε οικονομική υποστήριξη στη γυναίκα και το παιδί του, αλλά τους έβλεπε σπάνια, λόγω των συχνών μακρινών ταξιδιών του. Το 1955, όταν ο Μπομπ Μάρλεϊ ήταν 10 χρονών, ο πατέρας του πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 60 ετών.
Τότε, ο Μπομπ και η μητέρα του αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στον τενεκοδομαχαλά Τρέντσταουν του Κίνγκστον, ελλείψει χρημάτων. Εκεί ο Μπομπ, αναγκάσθηκε να “θωρακίσει” τον χαρακτήρα του για να επιβιώσει, καθώς αντιμετώπιζε την προκατάληψη τόσο των λευκών όσο και των μαύρων. Αναγκάστηκε λοιπόν να μάθει αυτοάμυνα για να υπερασπίσει τον εαυτό του από τραμπουκισμούς που τον είχαν σαν στόχο λόγω της καταγωγής και του αναστήματος του (το ύψος του δεν ξεπερνούσε το 1.63). Τελικά κέρδισε φήμη για τη φυσική του δύναμη και το ψευδώνυμο «Tuff Gong». Κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων, ο ίδιος είχε τη συνήθεια να “διαβάζει” τα χέρια των ανθρώπων και να προβλέπει με ακρίβεια το μέλλον τους. Αυτή την πρακτική τη σταμάτησε στα 7 του, δηλώνοντας ωστόσο ότι ήξερε πως η μοίρα του έμελλε να τον κάνει τραγουδιστή.
Ο Μπομπ Μάρλεϊ έγινε φίλος με τον Neville “Bunny” Livingston (γνωστός ως Bunny Wailer), με τον οποίο άρχισε να παίζει μουσική. Παράτησε το σχολείο σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και ξεκίνησε να εργάζεται σε ένα σιδεράδικο. Στον ελεύθερο χρόνο του, αυτός και ο Livingston έπαιζαν μουσική με τον Joe Higgs, ένα τοπικό τραγουδιστή που θεωρείται από πολλούς μέντορας του Μάρλεϊ. Σε μια τέτοια συνεύρεση με τον Higgs και τον Livingston, ο Μάρλεϊ γνώρισε τον Peter McIntosh (γνωστό ως Peter Tosh), με τον οποίο είχαν κοινές μουσικές φιλοδοξίες. Αργότερα προστέθηκαν και οι Τζούνιορ Μπρέιθγουεητ, Μπέβερλυ Κέλσο και Τσέρυ Σμιθ.
Το 1962 ο Μπομπ Μάρλεϊ ηχογράφησε τα δύο πρώτα του σινγκλ “Judge Not” και “One Cup of Coffee”, που έγιναν γνωστά από τις μεταθανάτιες συλλογές τραγουδιών του. Εδώ να προστεθεί πως παρά το γεγονός ότι ο ίδιος εντάχθηκε επίσημα στο κίνημα του Ρασταφαριανισμού πολύ αργότερα, ο Higgs θεωρείται ως “μυητής” του σε αυτή τη φιλοσοφία, στοιχεία της οποίας διαφαίνονται ξεκάθαρα σε αυτές τις πρώτες δύο ηχογραφήσεις. Το 1963, οι Μάρλεϊ, Λίβινγκστον και Μάκιντος σχημάτισαν ένα γκρουπ, που έπαιζε σκα και ροκστίντι μουσική (πρώιμες μορφές ρέγκε), με την ονομασία “The Teenagers”. Μετά από συνεχόμενες αλλαγές, το συγκρότημα κατέληξε στην ονομασία “The Wailers”.
H επιτυχία δεν ήρθε και ο Μπομπ Μάρλεϊ αναγκάστηκε να μετακομίσει με τη γυναίκα του, Ρίτα Άντερσον στο σπίτι της πεθεράς του στο Ντελαγουέρ των ΗΠΑ, όπου δούλεψε ως εργάτης στη χημική βιομηχανία Ντιπόν και την αυτοκινητοβιομηχανία Κράισλερ. Ακόμη εργάστηκε ως βοηθός εργαστηρίου σε εταιρεία χημικών αλλά και ως χειριστής ανυψωτικού μηχανήματος σε εργοστάσιο. Όμως η μικροαστική ζωή, όπως και η μισθωτή εργασία δεν ταίριαξε στο ελεύθερο πνεύμα του και το 1967 επέστρεψε στο νησί του για να ασχοληθεί και πάλι με τη μουσική. Τότε έγινε μέλος του κινήματος των Ρασταφάρι και υιοθέτησε τα χαρακτηριστικά κοτσιδάκια (ράστα), που έγιναν το σήμα κατατεθέν του και αργότερα παγκόσμια μόδα.
Στο θρησκευτικό και πολιτικό κίνημα του Ρασταφαριανισμού οι μαύροι αναγνωρίζονται ως απόγονοι των Ισραηλιτών, οι οποίοι εξαιτίας της αποικιοκρατικής καταπίεσης των λευκών έχουν εξοριστεί από την Αφρική. Ένα από τα κύρια εξωτερικά χαρακτηριστικά των Ρασταφάρι είναι η κόμμωση που υιοθετούν, συνηθίζοντας να αφήνουν μακριά μαλλιά, με τα οποία αργότερα δημιουργούν πλεξίδες (dreadlocks/ ράστα). Επίσης, η κάνναβη θεωρείται φυτό εξαιρετικής θρησκευτικής σημασίας και χρησιμοποιήθηκε από τα πρώιμα στάδια της εξέλιξης του Ρασταφαριανισμού, αρχικά ως μέσο κοινωνικής αντίδρασης και σύμβολο αυθεντικής ελευθερίας, με δεδομένο το γεγονός πως ήταν απαγορευμένη ουσία, αποκτώντας σταδιακά ιδιαίτερο ρόλο στις τελετουργίες τους.
Από το 1968 έως το 1972 οι “Wailers” ηχογράφησαν εκ νέου κάποια από τα παλιά τους κομμάτια, εμπορικοποίησαν (όσο αυτό ήταν εφικτό) τον ήχο τους και χτύπησαν τις πόρτες των δισκογραφικών εταιρειών. Το 1972 κυκλοφόρησε το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο “Catch A Fire (Stir It Up, Kinky Reggae)”, που είχε μία αξιοπρεπή απήχηση. Ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε το “Burnin’” με τραγούδια όπως τα “Get Up, Stand Up” και το “I shot the Sheriff”, που έγινε παγκόσμια επιτυχία στη διασκευή του Έρικ Κλάπτον και βοήθησε στην εκτόξευση της δημοτικότητας του Μπομπ Μάρλεϊ.
Το 1974 οι “Wailers” διαλύθηκαν, λόγω διαφωνιών. Οι Livingston και McIntosh ακολούθησαν σόλο καριέρα, και όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως έγιναν γνωστοί πλέον ως Bunny Wailer και Peter Tosh. Ο Μάρλεϊ κράτησε το όνομα του συγκροτήματος και εμφανιζόταν ως “Bob Marley and Wailers” με μουσικούς, όπως οι αδελφοί Κάρλτον και Άστον Μπάρετ στο ρυθμικό τμήμα και οι Τζούνιορ Μάρβιν και Αλ Άντερσον στις κιθάρες. Τους συνόδευε πάντα στα φωνητικά το γυναικείο τρίο “I Threes”, που το αποτελούσαν η γυναίκα του Μάρλεϊ, Ρίτα, η Μάρσια Γκρίφιθς και η Τζούντι Μόουατ.
Το 1975 σημειώνει την πρώτη παγκόσμια επιτυχία του με το τραγούδι “No Woman, No Cry” από το άλμπουμ “Natty Dread”. Λίγο αργότερα το “Rastaman Vibration” γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ και παραμένει για τέσσερις εβδομάδες στα δέκα πρώτα άλμπουμ του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών. Ο Μπομπ Μάρλεϊ είναι πλέον ένας καλλιτέχνης παγκοσμίου βεληνεκούς. Στις συναυλίες του που είναι πάντα sold out, επικρατεί δέος και απόλυτος θαυμασμός. Η ρέγκε (ένα κράμα σκα, ρυθμ εντ μπλουζ και ροκ) γίνεται παγκόσμια μουσική γλώσσα και εμπνέει πολλούς καλλιτέχνες, διαφορετικών καταβολών και μουσικών ειδών σε κάθε σημείο της υφηλίου.
Το Δεκέμβριο του 1976 ο Μάρλεϊ επιστρέφει μετά βαΐων και κλάδων στη Τζαμάικα για να συμβάλει στην εκτόνωση των πολιτικών συγκρούσεων Οι πολιτικές πεποιθήσεις του Μάρλεϊ πιθανόν βρίσκονται πίσω από την απόπειρα δολοφονίας του το 1976. Στις 3 Δεκέμβρη, στη διάρκεια πρόβας για προγραμματισμένη συναυλία στο Πάρκο Εθνικών Ηρώων του Κίνγκστον, ο ίδιος, η γυναίκα του και ο μάνατζερ του Ντον Τέιλορ πυροβολήθηκαν από ομάδα ενόπλων, ευτυχώς χωρίς απώλειες. Ο Μπομπ Μάρλεϊ αποφάσισε τελικά να εμφανιστεί στη συναυλία, ωστόσο εγκατέλειψε τη χώρα μετά από αυτή την απόπειρα που δε διαλευκάνθηκε ποτέ.
Το 1977 κυκλοφόρησε το άλμπουμ “Exodus”, το οποίο ήδη από τον τίτλο παραπέμπει στη βιβλική Έξοδο του Μωυσή, ενώ το ίδιο το τραγούδι αναφέρεται και στον επαναπατρισμό των απογόνων των σκλάβων στην Αφρική. Μαζί με τα “Waiting in Vain” και “Jamming” εξασφάλισε την παραμονή του άλμπουμ στα τσαρτ της Μ. Βρετανίας, όπου ζούσε πια ο Μάρλεϊ, για πάνω από ένα χρόνο, ενώ σήμερα το άλμπουμ θεωρείται κλασικό. Έπειτα ηχογραφεί το Kaya (Is this Love, Sun is shining). To 1978 επιστρέφει στην πατρίδα του και διοργανώνει μια συναυλία πολιτικής συμφιλίωσης, που έμεινε στην ιστορία ως “One Love Peace Concert”.
Το ελεύθερο, ασυμβίβαστο και ανυπότακτο πνεύμα του μεγάλου καλλιτέχνη, δεν εκφραζόταν μόνο μέσω της αγάπης του για τη μουσική αλλά και αυτής που είχε για το ποδόσφαιρο. ”Αγάπησα την μουσική πριν από το ποδόσφαιρο, αν πρώτα αγαπούσα όμως το ποδόσφαιρο, ίσως τα πράγματα ήταν επικίνδυνα”, δήλωσε κάποτε ο ίδιος. Μέσω αυτών των φαινομενικά διαφορετικών μεταξύ τους ενασχολήσεων, διαφαίνεται ξεκάθαρα ο χαρακτήρας που διαμόρφωσε ο ίδιος από μικρή ηλικία. Αλτρουιστής, επαναστάτης και ονειροπόλος και παράλληλα ετοιμοπόλεμος για κάθε επίθεση που δεχόταν. Έξω από το γήπεδο και εντός αυτού.
Μετά από έναν τραυματισμό του μεγάλου δακτύλου του ποδιού του κατά τη διάρκεια μιας ποδοσφαιρικής αναμέτρησης, οι γιατροί του πρότειναν ακρωτηριασμό, καθώς ανακάλυψαν καρκινικά κύτταρα σε αυτό (μελάνωμα). Ο Μάρλεϊ αρνήθηκε την επέμβαση για να σώσουν τη ζωή του, επειδή του το απαγόρευαν οι πεποιθήσεις του ως Ρασταφάρι. Επιπροσθέτως, αρνήθηκε να συντάξει διαθήκη για να διευθετήσει τα περίπλοκα περιουσιακά του, καθ’ ότι είχε 13 παιδιά (3 από τη σύζυγό του Ρίτα Άντερσον, το 1966,2 υιοθετημένα από προηγούμενες σχέσεις της Rita και τα λοιπά 8 από διαφορετικές γυναίκες).Το απαγόρευε και αυτό ο Ρασταφαριανισμός.
Ο καρκίνος εξαπλώθηκε γρήγορα στα ζωτικά του όργανα. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1980 έδωσε την τελευταία του συναυλία στο Πίτσμπουργκ. Βρισκόταν ένα βήμα από τον θάνατο, όταν κάλεσε ένα διάσημο Γερμανό γιατρό για να τον θεραπεύσει. Ο καρκίνος βρισκόταν στο τελευταίο του στάδιο και ο Μπομπ Μάρλεϊ άφησε την τελευταία του πνοή το πρωί της 11ης Μαΐου 1981 σε νοσοκομείο του Μαϊάμι. Το άλμπουμ “Legend”, που κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, περιέχει τις μεγαλύτερες επιτυχίες του και έχει γίνει 10 φορές πλατινένιο, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 12 εκατομμύρια αντίτυπα (2008).
https://youtube.com/watch?v=XTx868LW%26%238211%3B8
In case you want to send or ask something
info@streetmagazine.gr