ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΟΛΟ ALGING
Παναγιώτης Κάρολος Alging
info@streetmagazine.gr

Διαφημίζεται ξανά, βλέπω, η μελατονίνη και το πώς βοηθά τον λήπτη να κοιμηθεί. Οι σχετικές τηλεοπτικές διαφημίσεις δείχνουν ανθρώπους σχεδόν υπνωτισμένους.

Με όρους ύπνωσης εξηγείται και το πώς τα ΜΜΕ έχουν καταφέρει να λένε μέρα νύχτα για το τεκμήριο αθωότητας, ενώ την ίδια στιγμή το κατακρεουργούν και η αντίφαση αυτή περνάει στο ντούκου. Και το όλο έργο τους το διαφημίζουν με ίδια μέσα, ενημερώνοντας τους αποδέκτες των μηνυμάτων ότι ακολουθεί κάποια συγκλονιστική αποκάλυψη. Αργότερα παίρνουν και τα εύσημα, όταν δημοσιεύονται οι μετρήσεις της AGB. Όποια εκπομπή υπόσχεται και, εν μέρει, χαρίζει απλόχερα μαυρίλα και ιστορίες που σου σηκώνουν την τρίχα, πάει και καλά.

Μόνο που δεν σηκώνεται σε όλους η τρίχα με τον ίδιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους, γιατί αρκετοί συνήθισαν και μοιάζουν στο τέρας. Και είναι ένας εθισμός όλο αυτό, επαρκώς ισχυρός, ώστε να μην τίθεται καλά καλά περιθώριο επιλογής για τον δέκτη τι θα παρακολουθήσει και πώς θα το αξιολογήσει – ΑΝ το αξιολογήσει. Πρωτόγνωρο; Όχι, σε καμία περίπτωση. Είναι μονάχα άλλη μία πτυχή του ίδιου πράγματος, της επαναλαμβανόμενης χρήσης της ίδιας παγίδας, καθότι αποβαίνει άκρως αποτελεσματική. Τόσο, δε, αποτελεσματική, που θαρρείς και η θεωρία της εξέλιξης λειτουργεί, ξάφνου, όχι προς το συμφέρον, αλλά προς το κακό του είδους μας, λόγω μηχανισμών σχεδιασμένων από τους υπόλοιπους του είδους μας.

Μέρα τη μέρα, βδομάδα τη βδομάδα, εκεί, με ακόρεστη όρεξη, με λαιμαργία για τα λουκούλλεια γεύματα που θα σερβιριστούν ξανά και ξανά σε όλους εμάς. Σε εμάς, που από καιρό θα έπρεπε να ‘χαμε καταλάβει ότι έχουμε προ πολλού χορτάσει, ότι μπορούσαμε να ‘χαμε φάει κάτι άλλο και πως, τόσα χρόνια μετά, θα έπρεπε να ‘χαμε μάθει και να μαγειρεύουμε.

Ειλικρινώς ευχόμαστε, μια στο τόσο, να αυξηθεί ο αστιγματισμός μας, γιατί εμποδίζουν το οπτικό μας πεδίο τίτλοι ειδήσεων σαφώς χειρότεροι κι από τους μεταγλωττισμένους τίτλους παλιότερων ταινιών (π.χ. The Blues Brothers που ονομάστηκε «οι ατσίδες με τα μπλε»). Πιο παραπλανητικοί, πιο κίτρινοι, πιο ενοχλητικοί, συνοδευόμενοι από εξίσου χυδαίες, εμετομάνες εικόνες. Χώρια από τα fake news και τα διάφορα hoaxes, βέβαια. Ό,τι απαιτείται για να χαλάσει ο όποιος εγκεφαλικός μεταβολισμός έχει απομείνει να λειτουργεί, έστω κι αν αποδίδει με μετριότητα. Και να μπουν, μετά, και άλλοι στον κύκλο, αφού θα έχει συρθεί ο χορός.

Τρέχει, δε, κόσμος να σπουδάσει, πληρώνοντας αδρά πολλές φορές, για να κάνει πρακτική στις «πωλήσεις» με μόνη βιβλιογραφία το εγχειρίδιο του clickbait. Η θεωρία της εντύπωσης επεκτάθηκε – από την απόπειρα σε όλα.. Σαν τρέιλερ ταινίας ένα πράγμα. Πόσα εντυπωσιακά τρέιλερς έχουμε δει, που δημιουργήθηκαν για ταινίες των οποίων η θέαση θα έπρεπε να λογίζεται για βασανιστήριο; Για να μην ξεχνιόμαστε, κιόλας, εκατομμύρια προβολές σημειώνουν τα τρέιλερς στο διαδίκτυο και εκατομμύρια εισιτήρια κόβουν οι εκ βόθρων ορμώμενες ταινίες στους κινηματογράφους. Έτσι και με τις «ειδήσεις». Έτσι και με όλα τ’ άλλα, τα λοιπά καθημερινά.

Αφήνοντας το Πάσχα πίσω, φυσικά και δεν είναι τα παραπάνω και οι τόνοι πεταμένου φαγητού τα μόνα σημεία των καιρών. Μεταξύ άλλων, λοιπόν, ζούμε μία μαζική κατανάλωση άνευ προηγουμένου, ακόμη και σε ψηφιακό περιεχόμενο που είναι εμφανώς τρομακτικά αδιάφορο και που, σε αντίθεση με όλες τις πληροφορίες για σκληρά εγκλήματα και σκάνδαλα, δε φέρει πρόδηλα τα χαρακτηριστικά που μαγνητίζουν το ενδιαφέρον.

Το αστείο είναι πως πληρώνουμε, κιόλας, όχι μόνο τις συσκευές μέσω των οποίων παρακολουθούμε ή/και ακούμε, αλλά και τη συνδρομή της εκάστοτε υπηρεσίας. Την ίδια στιγμή μπορεί να νιώθουμε και λιγότερο πρόβατα από τους άλλους, τους «μεγάλους», που απλά βλέπουν στην τηλεόραση λίγα κανάλια ή που ακούν μουσική στο ραδιόφωνο.

Χρυσοπληρώνουμε τις νεότερες τεχνολογίες (κινητά, τάμπλετς, τηλεοράσεις, υπολογιστές) για να χρησιμοποιούμε σε αυτές τις συσκευές όλο και χαμηλότερου επιπέδου συνδρομητικές υπηρεσίες. Οι ίδιες οι υπηρεσίες, απομονωμένες, μπορεί να είναι ποιοτικές ως προς τις δυνατότητες και τα χαρακτηριστικά τους, όμως το περιεχόμενο το οποίο φιλοξενούν είναι, στην καλύτερη, χαμηλού επιπέδου στην συντριπτική του πλειοψηφία.

Φερόμαστε σαν τον 20χρονο φοιτητή σε όπεν μπαρ με χρέωση 25-30 ευρουλάκια ή, για τους λίγο παλιότερους, σε φοιτητικό πάρτυ εντός της σχολής με 10 ευρώ και απεριόριστη κατανάλωση. Μπουκάρουμε σε αυτό το άτυπο πάρτυ για την ποσότητα, αν και γνωρίζουμε πως από ένα σημείο και μετά -για την ακρίβεια από μερικά ποτήρια κι έπειτα- είναι πιθανό την επόμενη ημέρα να μη θυμόμαστε τίποτα, ούτε τι και πόσο ωραίο ποτό ήπιαμε, ούτε τι κάναμε. Κι αν θυμόμαστε, μπορεί να νιώθουμε το στομάχι μας πιο καταπονημένο από πλάκα πεζοδρομίου που της περάσαν κομπρεσέρ, να ‘χουμε αφήσει τα σωθικά μας και DNA σε κάποια γωνία σκοτεινή και να ξυπνήσουμε μ’ ένα στόμα σαν σόλα χιλιοφορεμένης αρβύλας απ’ τα τσιγάρα που ρουφήξαμε.

Μας έβαζαν, κάποτε, όριο οι γονείς, μας έλεγαν για μία βιντεοκασέτα ή ένα DVD ανά βδομάδα. Κι όμως, τότε το χρήμα έρεε ταχέως και μπόλικο. Μπορούσαμε και δύο και τρεις ταινίες τη βδομάδα να νοικιάζουμε. Μπήκαμε, παιδιά δημοτικού και νεότερα ακόμη, στη διαδικασία να μάθουμε να επιλέγουμε, αλλά και να ζούμε με τις επιλογές μας κι ας ξεχάσαμε, στην πορεία, το μάθημα. Ένα παιχνίδι για το Playstation. Μία μπάλα ποδοσφαίρου. Μία τσάντα για το σχολείο.

Χαρακτηριστικά θυμάμαι μία βιντεοκασέτα του Λούκυ Λουκ, που νοίκιασα από το βίντεο κλαμπ Blue στο Σύνταγμα, η οποία ήταν στ’ αγγλικά και δεν είχε υπότιτλους (ενδέχεται και να μην ήξερα, τότε, να τους διαβάζω). Μιλάμε για ήττα. Έκτοτε, δεν την ξαναπάτησα. Λίγα χρόνια μετά, γνωρίζοντας σίγουρα ανάγνωση, αγόρασα έναντι 33 ευρώ το DVD του “LOTR, The Return of the King”. Τριάντα τρία ευρώ, για όποιον το προτιμά ολογράφως, ξέροντας­ -τότε- ότι δε θα ζητούσα κάτι άλλο για καιρό. Τριάντα τρία ευρώ σήμερα αντιστοιχούν σχεδόν σε τρίμηνη συνδρομή στο Netflix, στο πακέτο που προσφέρει ποιότητα full HD και ταυτόχρονη θέαση από κάμποσες συσκευές. Από την πλατφόρμα, όμως, αν εξαιρέσουμε διάφορες ταινίες και σειρές, των οποίων μόνο η διανομή τους αφορά στο Netflix,  σχεδόν τίποτα δεν αξίζει ούτε το ένα τρίτο της μηνιαίας συνδρομής. Α, κι αυτές τις «καλές» ταινίες και σειρές κατά πάσα πιθανότητα τις έχουμε δει στο παρελθόν και όχι, μονάχα, μία φορά.

Στα παλιά τα χρόνια των Windows XP, αν και χωρίς σύνδεση στο ίντερνετ, είχαμε βρει το λιμάνι μας στο πρόγραμμα DVD Shrink, για να κρατάμε ό,τι επιλέγαμε να δούμε. Μερικά χρόνια πίσω είχαμε το τσιπαρισμένο playstation, με πάμφθηνα παιχνίδια, αλλά ούτε κι εκεί σηκώναμε τα μαγαζιά. Η πειρατεία στη μουσική και την κινηματογραφική βιομηχανία έφερε αλλαγές, όπως και η οικονομική κρίση.

Ειδικά για τη μουσική, αρκετοί υποστήριζαν παλιότερα ότι ήθελαν μόνο κάποια τραγούδια ενός άλμπουμ και όχι όλο το άλμπουμ, αλλά ήταν αναγκασμένοι να το αγοράσουν ολόκληρο σε τιμή τσουχτερή. Συχνά κατέφευγαν στο παράνομο κατέβασμα – φυσικά ολόκληρου του άλμπουμ, όχι μόνο ορισμένων κομματιών. Σήμερα, αυτοί που ήθελαν ν’ αγοράσουν μόνο ένα τραγούδι και πλέον τους προσφέρεται για 0,99 ευρώ ή κοντά σε αυτήν την τιμή, προτιμούν τα Χ ευρώ το μήνα γι’ απεριόριστη μουσική. Και περιηγούνται στα διάφορα τσαρτς και τις έτοιμες playlists. Λογικό; Ναι, εν μέρει, μίας και η μουσική υπάρχει και στο YouTube, που παρά τις διαφημίσεις, είναι δωρεάν. Γι’ αυτό και εν μέρει.

Κι από τη σκοπιά της νοσταλγίας, δεν ακούν εκείνο το «τακ τακ τακ» που έκαναν τα cd που χτυπούσαν μεταξύ τους, όταν με τον δείκτη εξερευνούσες τα κουτιά τους και χάζευες και τα εξώφυλλα. Δεν έφταναν τα εξώφυλλα των βινυλίων, στα οποία η πολύ μεγαλύτερη επιφάνεια έδινε την ευκαιρία για μυθικές καλλιτεχνικές δημιουργίες μπρος και πίσω, ήταν, όμως, κάτι. Στην ψηφιακή εποχή μάλλον δε δίνεται και τόση σημασία στο εξώφυλλο. Ελπίζω να κάνω μεγάλο λάθος κάθε φορά που σκέφτομαι πόσο πολύ το πιστεύω. Το album artwork είναι artwork. Η μικρογραφία σε μία πλευρά της οθόνης είναι αδικία.

Παραμένει ως και σήμερα γλυκό, τουλάχιστον για μένα, να εξερευνώ αγορές μου των παλιότερων εποχών. Τις θυμάμαι καθαρά τις περισσότερες, όπως θυμάμαι και τον κρύο ιδρώτα που με έλουζε όταν κατέληγα στα μεγάλα διλήμματα – αυτό ή εκείνο; Ταινία ή μουσική; Υπενθύμιση, χωρίς ίντερνετ. Χωρίς sneak peek. Χωρίς preview. Χωρίς τρέιλερ.

Μας βγήκε μεγάλη παγίδα η σχετικά χαμηλή τιμή ανά μήνα και η δυνατότητα αμέτρητων αναπαραγωγών σε τεράστιες βάσεις δεδομένων, που ‘ναι γεμάτες με δημιουργίες. Και δεν είναι ότι πέσαμε μέσα μια φορά. Είναι ότι πέφτουμε κάθε μήνα μέσα, με τρόπο αντίστοιχο με εκείνο των εξαρτημένων ανθρώπων, που κάθε φορά δικαιολογούν την εξάρτησή τους, λένε ψέματα στον εαυτό τους και, έπειτα, και στους γύρω τους. Κυρίως, δε, δικαιολογούν την αναβολή της έναρξης της προσπάθειας της απεξάρτησης. Άλλωστε, χωρίς την παραδοχή του προβλήματος της εξάρτησης, δεν μπορούν να γίνουν τα όσα αναγκαία βήματα προς την επίλυσή του.

Οι σύγχρονες ενδοφλέβιες, οι μοντέρνες μπίλιες ρουλέτας που γυρνούν (και πολλοί ούτε καν βλεφαρίζουν μέχρι να «κάτσουν») έχουν και τη μορφή της απέραντης πρόσβασης. Σίγουρα είναι περισσότερα απ’ όσα μπορούμε να καταναλώσουμε. Αυτό που εντέχνως δε λέγεται τόσο, είναι πως είναι και πολύ χειρότερα απ’ όσα θα χρειαζόμασταν ή θα έπρεπε να καταναλώσουμε.

Κατά βάση, όμως, η απεριόριστη πρόσβαση συμβαίνει, ενίοτε, να καταργεί την προσπάθεια επιλογής, καταργεί το φιλτράρισμα, καθώς διατηρεί πονηρά την ψευδαίσθηση της επιλογής. Στο φαγητό δεν ανοίγει κάποιος το στόμα του, έχοντας μάτια δεμένα, και ό,τι του πετάξουν μέσα. Το άνοιγμα οποιασδήποτε πλατφόρμας και το «τυφλό» πάτημα του κουμπιού “play” απλά για να παίζει κάτι, είναι αυτό ακριβώς.  

Κι όλα ετούτα ανανεώνονται αυτόματα. Συναινούμε με χαμόγελο στην ανανέωση αυτή, ειδικά αν έχουμε επιλέξει το ετήσιο πακέτο, που συνοδεύεται, όπου προσφέρεται, από μία μικρή έκπτωση. Λες κι αν δεν περίσσευαν τα χρήματα για την υπηρεσία αυτή, θα τα δανειζόμασταν πάση θυσία για να αποκτούσαμε τη δυνατότητα να βλέπουμε σειρές, ότι θα επιλέγαμε αυτό και δε θα ψωνίζαμε λίγα αγαθά στο σούπερ μάρκετ ή δε θα καλύπταμε υποχρεώσεις. Α, και η δυσαρέσκεια στις μικροαυξήσεις παραμένει θεωρητική.

Είμαστε, μάλλον, τα παιδιά για τα θελήματα των Γενικών Όρων Συναλλαγών και του a priori τικαρισμένου κουτιού “agree to terms & conditions”. Δεν πληρώνουμε για να καταναλώσουμε. Καταναλώνουμε επειδή πληρώσαμε. Και συναίνεση και συγκατάθεση.

Κι εκεί που δεν πληρώνουμε ανά τόσο, μα μόνο μία κι έξω -καλή ώρα με την αγορά τηλεόρασης-, καταναλώνουμε επειδή είναι «τζάμπα» η χρήση, επειδή δεν βάλαμε το χέρι στην τσέπη. Μας σαγηνεύει η τόση ευκολία, ακόμη και στο να βυθίζουμε το κεφάλι μας στα σκατά, επειδή τα συγκεκριμένα κάπως τα κάνουν και μυρίζουν τριαντάφυλλο ή κέδρο ή λεβάντα. Κι ακόμη χειρότερο είναι όταν πράγματι σκατά μυρίζουν, γιατί συνήθως αυτό συμβαίνει, αλλά έχουμε καταντήσει τη δική μας όσφρηση τόσο εθισμένη στο να μένει απαίδευτη, που νομίζουμε πως όλα μοσχοβολούν. Εμπιστευόμαστε τη μύτη μας. Η πιο δυνατή μας αίσθηση είναι η όσφρηση.

Ενδέχεται η στάση μας ν’ αποτελεί μία σπουδαία αστοχία της κοινής μας λογικής, της οποίας το μεγαλύτερο, ίσως, ατόπημα είναι ακριβώς ότι συνηθίζεται να μην είναι και τόσο κοινή, κυρίως, όμως, να μην εμπεριέχει ψήγμα λογικής.

myrodias
cookies

This website uses cookies not only for your best possible experience, but also because we love them...