ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΟΛΟ ALGING
Παναγιώτης Κάρολος Alging
info@streetmagazine.gr

Όσο κυλάει στο γρασίδι ή γυρίζει στον αέρα, κρατάμε την ανάσα μας και νιώθουμε την καρδιά μας να χτυπά. Προσευχόμαστε, μουρμουρίζουμε, ψιθυρίζουμε, φωνάζουμε, απογειωνόμαστε, βυθιζόμαστε.

Περιμένουμε να φτάσει η μέρα του επόμενου παιχνιδιού, χαζεύουμε καμιά φορά το pregame, κοιτάμε ενδεκάδες και αναπληρωματικούς, ρίχνουμε και κανένα τρελό στοίχημα, πιστεύοντας πως έχουμε (και γιατί όχι; ) δικαίωμα στο όνειρο.

Παρακολουθούμε ό,τι γίνεται στα 90 λεπτά. Τελειώνει το παιχνίδι. Μπορεί να δούμε και την εκπομπή μετά. Κοιτάζουμε τη βαθμολογία, μαθαίνουμε ποια είναι η επόμενη αγωνιστική. Οι super Sundays κάθε χρονιάς, με τα πολλά ντέρμπι σε όλη την Ευρώπη, είναι γνωστές απ’ την αρχή. Έχουμε μαρκάρει την ημερομηνία στο καλεντάρι, στο κεφάλι μας παίζει «τις Κυριακές μην κλείνεις τίποτα, γουστάρω μόνο μπάλα». Παίζει ακόμη κι αν είναι Σάββατο τα ματς. Το «ακούμε» παρά τ’ ότι πλέον κλωτσάμε οι ίδιοι την μπάλα μία φορά το χρόνο – κι αν!

Η αγάπη τούτη είναι αγνή. Από τις ελάχιστες αγνές που ‘χουν απομείνει σε πολλούς από εμάς. Αγάπη και για την όποια ομάδα και για το ίδιο το άθλημα. Για το άθλημα αυτό, που μας συγκινεί κάθε χρόνο, λίγο ή πολύ, και που μας αναγκάζει να επιστρέφουμε στους καναπέδες και να ‘μαστε συνειδητά οι σκλάβοι των συνδρομητικών τηλεοράσεων. Οι πλέον προνομιούχοι, εκείνοι που ζουν στις χώρες που πραγματικά σέβονται το ποδόσφαιρο, ίσως επιστρέφουν στα γήπεδα κάθε τόσο. Ίσως και κάθε εβδομάδα.

Αυτοί οι 22 μέσα στις 4 γραμμές του γηπέδου είναι εκατομμυριούχοι, δεν κάνουν τη δική μας ζωή, δεν κάνουμε τη δική τους. Αυτοί κερδίζουν από εμάς, βγάζουν λεφτά από τα likes μας στα μέσα δικτύωσης. Εμείς από εκείνους δεν βγάζουμε ούτε σεντ. Τους ξέρουμε με τα μικρά τους ονόματα, αλλ’ αυτοί δεν γνωρίζουν την ύπαρξή μας. Δε θα έπρεπε να τους (παρ)ακολουθούμε τόσο ευλαβικά.

Οι ιδιοκτήτες των ομάδων είναι κι αυτοί πλουσιότατοι. Μερικοί, κιόλας, έχουν τρεχάματα με τη δικαιοσύνη. Αυτοί είναι στυγνοί επιχειρηματίες, κοιτάζουν το κέρδος. Δεν τρέφουν τα δικά μας συναισθήματα, που θα δίναμε όλη μας την περιουσία και την ψυχή μας, ακόμα, στην ομάδα της καρδιάς μας.  Είναι ψυχροί κι απόμακροι. Είναι επενδυτές. Δεν είναι οπαδοί, δεν υποστηρίζουν την ομάδα ως το κόκαλο. Δεν θα έπρεπε να τους (παρ)ακολουθούμε ούτε αυτούς τόσο ευλαβικά. 

Οι εταιρείες ένδυσης σημειώνουν τόσες πωλήσεις παγκοσμίως, που βγάζουν χρήμα με το τσουβάλι σε κάθε νόμισμα. Οι χορηγοί στις φανέλες είναι κι αυτές εταιρείες, των οποίων τα προϊόντα και τις υπηρεσίες πληρώνουμε συνέχεια. Οι προπονητές έχουν κι αυτοί, πια, γεμάτους τραπεζικούς λογαριασμούς.

Το άθλημα είναι βρώμικο. Τόσα παιχνίδια είναι στημένα, για να βγάζουν κι άλλα εκατομμύρια οι λίγοι της ελίτ. Τα τσεπώνουν παίχτες, διαιτητές, παράγοντες, ακόμη κι η ίδια η FIFA. Με κανέναν τίτλο δε θ’ αλλάξει η δική μας η ζωή, ειδικά όταν βρισκόμαστε τόσα χιλιόμετρα μακριά απ’ το σημείο όπου παίζεται το παιχνίδι. Γιατί να κάτσουμε να δούμε;

Μα, αλήθεια, χωρά η ιδιοτέλεια στην αγάπη;

Τα παιδικά μας όνειρα βλέπουμε τις Κυριακές. Εκείνα που κάναμε πριν μάθουμε καλύτερα πώς είναι η ζωή, προτού πέσουμε κι εμείς, με τη σειρά μας, σαν γενιά στο βούρκο με τα σκατά, δηλαδή πριν καταλάβουμε ότι δεν είμαστε (και δεν θα είμαστε) στο επίπεδο του 18χρονου Κριστιάνο που άφησε την Σπόρτινγκ για την Γιουνάιτεντ, ούτε, παρά το μπόι που μας λείπει, μπορούμε να αξιοποιήσουμε το χαμηλό μας κέντρο βάρους σαν τον Λιονέλ από την ακαδημία της Μπαρτσελόνα.

Βλέπουμε κάποιον με φανέλα και σορτσάκι να γίνεται ήρωας και ν’ ανεβαίνει στην κορυφή του κόσμου. Εκεί, όπου συναντάς σχεδόν πάντα κόσμο ντυμένο με τα πλέον ακριβά ρούχα και με μαλλιά περιποιημένα. Είναι τόσο συντηρητικό που συντηρείται άψογα, αλλά μέχρι να ‘ρθει η Κυριακή. Τότε οι γραβάτες μένουν κρυμμένες και τα σακάκια απουσιάζουν, ποια πουκάμισα τώρα και ποιοι καλοί τρόποι; Κλωτσιές, συνθήματα, κραυγές, ένταση, πάθος. Αυτά θέλουμε.

Σαν παιδιά κυκλοφορούσαμε με φανέλα και ποδοσφαιρικά παπούτσια, γύρω απ’ τα πόδια μας είχαμε φόρμα ή τζιν. Αν δεν είχαμε φανέλα, βάφαμε με μαρκαδόρους τις λευκές μας μπλούζες με τα χρώματα που λατρεύαμε να βλέπουμε. Όλα στραβά, απαράδεκτα, εντελώς ερασιτεχνικά, ακόμη κι ανορθόγραφα. Τη φορούσαμε, όμως, την άτιμη,. Παίζαμε ως την αφυδάτωση. Ο μόνος ιδρώτας που μάθαμε ν’ αγαπάμε ήταν εκείνος.

Στην τηλεόραση με τις διαστάσεις 4:3 και τα χιόνια στα κανάλια βλέπαμε κόσμο απ’ όλες τις γωνιές της Γης. Ένας μαύρος πάσαρε στους επιθετικούς της Ρεάλ, ένας με σχιστά μάτια κάλπαζε με τη φανέλα της Πάρμα κι ένας ασπρουλιάρης ροδομάγουλος με ασπρόμαυρα σκόραρε στο λασπωμένο εγγλέζικο γήπεδο. Από τις κερκίδες φώναζαν γι’ αυτούς και τους χειροκροτούσαν. Για τόσους ακούσαμε από δικούς μας ανθρώπους ότι ήταν, τότε, απ’ τους καλύτερους στον κόσμο, χωρίς ν’ αναφερθούν σε τίποτα προσωπικό. Έτσι έγινε και για όλα τα παλτά.

Μεγαλώσαμε και δεν περάσαμε ούτε έξω από ακαδημία ομάδας. Μας έμεινε, βέβαια, σα δυνατότητα κι η προπονητική, την οποία εξασκούμε με τις παρέες μας. Παλιότερα στα καφενεία, μετά στις καφετέριες, τώρα κυρίως στα σόσιαλ μίντια. Δεν θα πάμε για σεμινάρια, δεν θα κάτσουμε σε πάγκους, δε θα γραφτούν τα δικά μας ονόματα στα βιβλία των συλλόγων. Τζάμπα σπουδάσαμε και αρχίσαμε να εργαζόμαστε;

Μας έμεινε η κερκίδα. Θα πηγαίναμε συχνότερα, αν δεν μας έφερνε αηδία η βία εντός κι εκτός γηπέδων, τα ναρκωτικά, το με το ζόρι επιβαλλόμενο οπαδιλίκι που περιλαμβάνει ρίψη αντικειμένων και μόνο βρισίδια. Θα δίναμε όλοι ραντεβού στο γήπεδο, αν είχε πράγματι ενδιαφέρον η ιστορία, αν μπορούσαμε να πικάρουμε τους οπαδούς των άλλων στο απέναντι πέταλο και μετά να γυρίσουμε μαζί με το τρένο, να πιούμε μπύρα σε διπλανά τραπέζια – καλύτερα στο ίδιο τραπέζι! Και σίγουρα θα φορούσαμε συχνότερα τη φανέλα στο δρόμο, σ’ ένα χαλαρό βραδινό περπάτημα, αν δεν τρέμαμε να περάσουμε από κάποιες περιοχές. Θα πήγαιναν, μάλλον, στο γήπεδο και παιδιά με πιο συντηρητικούς και φοβισμένους γονείς. Θα θέλαμε να έρθουν μαζί μας οι κοπέλες μας, αν ήθελαν κι εκείνες, χωρίς να σκεφτόμαστε ότι θα ‘μαστε δύο οι στόχοι αντί ενός. Θα πηγαίναμε ξανά με τους μεγάλους, πια, γονείς μας, που ξέρουμε ότι δεν μπορέσουν να φύγουν εγκαίρως, ούτε να παίξουν μπουνιές με μάζες ηλιθίων.  

Οπότε, μας έμεινε ο καναπές. Κι ο καναπές μας δίνει δυνατότητα για replay, για αλλαγή καναλιού, για «βόλτα» σε όλα τα γήπεδα. Ο καναπές δεν ρίχνει πέτρες, αναπτήρες και ό,τι άλλο έχει ο μπαξές του κάθε ανεγκέφαλου. Ευτυχώς, υπάρχουν και λίγες pub, για ν’ αντικαθιστούν τον καναπέ. Υπάρχουν καναπέδες φίλων και γνωστών.

Το αγαπάμε πολύ για να μην το βλέπουμε. Το αγαπάμε πολύ και για να βλέπουμε κάποιους να το πληγώνουν βαθιά. Δεν έχουμε την υποχρέωση να τα βάλουμε με τις ορδές των επίδοξων φονιάδων, ούτε και τη δυνατότητα. Εξαντλούμε τη δυνατότητά μας με το τι θα βλέπουμε, εφόσον οι αρμόδιοι δεν επιλέγουν το αυτονόητο.

Το ομορφότερο άθλημα είναι, γιατί σε αυτό δεν κερδίζει πάντα ο καλύτερος, ούτε σταματά να «τρέχει» ο χρόνος του. Είναι χάος. Έχει δυνατές επαφές, ανατροπές, εξέδρες που εκρήγνυνται και παίχτες και προπονητές που προσπαθούν να παλέψουν μέσα σε κόκκινα, πράσινα, μπλε, λευκά, κίτρινα, μωβ και μαύρα ηφαίστεια. Κι έρχονται Κυριακές πίκρας και Κυριακές γιορτής, γιατί γινόμαστε ένα με αυτούς που βλέπουμε, βγάζοντας απ’ το κεφάλι μας τους ιδιοκτήτες, τα soccernomics, ακόμη και τα στατιστικά. Θέλουμε να φτάσουν στην κορυφή οι εκάστοτε ιδρωμένοι με τα εξάταπα.

Το ποδόσφαιρο δεν έχει συναίσθημα. Το ποδόσφαιρο είναι συναίσθημα. Δεν είναι γιορτή ένας τελικός. Είναι γιορτή κάθε βδομάδα η μπάλα. Κι αν ορισμένοι την χαλάνε επειδή έτσι θέλουν ή επειδή τους είπαν, υπάρχουν κι αλλού γιορτές για να πάμε με τους φίλους μας ή να τις παρακολουθήσουμε καθισμένοι στο σαλόνι.

Έχουμε τις Κυριακές για να κάνουμε σαν πιτσιρίκια και να τσιρίζουμε, χωρίς να πειράζουμε κανέναν. Έχουμε τις Κυριακές για να κερδίζουμε το ότι νιώσαμε έντονα. Αυτό δεν θα το στερηθούμε.

Kyriakes min kleineis tipota 03
cookies

This website uses cookies not only for your best possible experience, but also because we love them...