ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΜΙΚΡΟΥΛΗ
Ελένη Παπαμικρούλη
eleni@streetmagazine.gr

«Να ’ρθω μαζί σου;» ψιθύρισε το σαλιγκάρι.

«Πες μου… πρώτα… τι ψάχνεις…» του αποκρίθηκε η χελώνα, και το σαλιγκάρι εξομολογήθηκε ότι διψούσε να μάθει τους λόγους της βραδύτητάς του, αλλά κι ότι θα ήθελε πολύ να έχει ένα όνομα, αφού το νερό που πέφτει από τον ουρανό λέγεται βροχή, ο καρπός της βατομουριάς λέγεται βατόμουρο, ο χυμός που βγαίνει απ’ τις κυψέλες λέγεται μέλι. Επίσης εξιστόρησε στη χελώνα πόσο η λαχτάρα και η ερώτησή του ενοχλούσε τα άλλα σαλιγκάρια, μέχρι σημείου να τον απειλήσουν με έξωση από το λιβάδι, και πώς είχε πάρει ο ίδιος την απόφαση να σηκωθεί να φύγει και να μην επιστρέψει παρά μόνο όταν θα είχε μιαν απάντηση και ένα όνομα. Η χελώνα αναζήτησε με ακόμα μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη ηρεμία τα λόγια της απάντησής της και του είπε πως στη διάρκεια της διαμονής της ανάμεσα στους ανθρώπους είχε μάθει πολλά πράγματα. Του αφηγήθηκε, λοιπόν, πως όταν ένας άνθρωπος έχει τολμηρές ερωτήσεις, ας πούμε:

«Είναι ανάγκη να πηγαίνουμε τόσο γρήγορα;» ή: «Στ’ αλήθεια έχουμε όλα αυτά ανάγκη για να είμαστε ευτυχισμένοι;», τον λένε αντάρτη.
«Αντάρτη, ε; Μ’ αρέσει αυτό το όνομα!» ψιθύρισε το σαλιγκάρι. «Εσένα σου έδωσαν οι άνθρωποι όνομα;»

«Ναι… αφού… δεν ξέχασα… ποτέ… το δρόμο… για να πάω… και να γυρίσω… με είπαν Μνήμη… αλλά… με ξέχασαν.»

 «Τι λες τότε, Μνήμη; Συνεχίζουμε παρέα;» ρώτησε το σαλιγκάρι.

«Σύμφωνοι… Αντάρτη…» απάντησε η χελώνα και, στρέφοντας το σώμα της αργά, πολύ αργά, του είπε πως θα επέστρεφαν για να του δείξει κάτι σημαντικό· κάτι που θα του έδινε να καταλάβει πως τον ίδιο δρόμο είχαν πάρει κι από πριν γνωριστούν.

Απόσπασμα από το παιδικό παραμύθι “Η ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε την σημασία της βραδύτητας” (2013).

A

γωνίζομαι για να μην ξεχάσω ότι είμαι ελεύθερος 

Αυτή ήταν η αγαπημένη φράση που συνήθιζε να επαναλαμβάνει.

Χιλιανός κομμουνιστής, συγγραφέας, σκηνοθέτης, δημοσιογράφος, αγωνιστής, λάτρης της ζωής αλλά και ένας άνθρωπος πολυταξιδεμένος και πλούσιος σε εμπειρίες.

Ο Λουίς Σεπούλβεδα γεννήθηκε στο Οβάγιε της βόρειας Χιλής το 1949 με καταγωγή από την κοινότητα των Αραουκάνων και εμπνευσμένος από τον Ανδαλουσιανό αναρχικό παππού του, άρχισε να διαβάζει και να γράφει από μικρή ηλικία καθώς και να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα «με αυτόν τον καταπληκτικό τρόπο που το κάνουν οι αναρχικοί», όπως έλεγε ο ίδιος. Φανταζόταν τον εαυτό του καπετάνιο σε κάποιο φαλαινοθηρικό ή σε μια πειρατική γαλέρα, σαν μια άλλη εκδοχή του «Ιπτάμενου Ολλανδού», γι’ αυτό και μπάρκαρε μικρός στην Παταγονία, ενώ όταν επέστρεψε από τη θαλάσσια περιπλάνηση, σπούδασε σκηνοθεσία στο Σαντιάγο και έλαβε υποτροφία από το Πανεπιστήμιο της Μόσχας.

Πέρασε στο αντάρτικο της Βολιβίας και υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του Σαλβαδόρ Αλιέντε, στην προσωπική φρουρά του οποίου μπήκε το 1973. Συμμετείχε σε πλήθος αγώνων στη Χιλή, οργανώθηκε στην κομμουνιστική νεολαία και εν συνεχεία στο MIR, φυλακίστηκε, βασανίστηκε και διώχθηκε στα χρόνια της δικτατορίας του Πινοσέτ. Αγωνίστηκε στο αντάρτικο στη Νικαράγουα με την μπριγάδα Σιμόν Μπολιβάρ, και στη Βολιβία. Έζησε σε δεκάδες άλλες χώρες και πέρασε κάποιους μήνες της ζωής του σε κοινότητες ιθαγενών στον Αμαζόνιο, όπως οι Σουάρ, απ’ όπου και απέσπασε υλικό για το μυθιστόρημα «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης».

Διετέλεσε πολεμικός ανταποκριτής στην Αγκόλα, τη Μοζαμβίκη, το Πράσινο Ακρωτήρι, το Ελ Σαλβαδόρ και υπήρξε προσωπικός φίλος του υποδιοικητή Μάρκος των Ζαπατίστας. Το 1980 και ύστερα από πλήθος περιπλανήσεων, εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Ισπανία, όπου έγινε ακτιβιστής της Greenpeace.

Σχετικά με το πώς έγραψε το πρώτο βιβλίο του, είχε δηλώσει τα εξής:

«Μια μέρα στο Σαντιάγο είδα κάποιον να μετράει τις μπανανιές του πάρκου και μετά να σημειώνει αυτό το νούμερο σε ένα τετράδιο με χοντρό εξώφυλλο. Απορημένος τον ρώτησα τι εξαιρετικό έβρισκε σ’ αυτήν την καχεκτική βλάστηση. «Δεν γνωρίζεις, φαίνεται τον Βορρά, γι’ αυτό δεν καταλαβαίνεις», μου είπε. Εκείνο το μεσημέρι με το που ανακάλυψα πως με τον Φρέντυ Ταμπερνά είχαμε γεννηθεί ίδια μέρα και ίδια χρονιά, γίναμε φίλοι. Λίγους μήνες αργότερα μου έδειξε το Βορρά. Την έρημο, δηλαδή, της Ατακάμα, της πιο ξερής γης στον κόσμο, όπου αν κοιμηθείς βράδυ λένε πως μπορείς να πεθάνεις από τρόμο, γιατί δεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος. Το πρωί όμως που ξυπνήσαμε ο υπνόσακος ήταν μούσκεμα, τόσο που ρώτησα τον Φρέντυ αν έβρεξε. «Ναι, έβρεξε, όπως άλλωστε γίνεται πάντα τη νύχτα της 31ης Μαρτίου στην έρημο της Ατακάμα, της οποίας η επιφάνεια σκεπάζεται από ένα κόκκινο λουλούδι στο χρώμα του αίματος. Είναι τα ρόδα της ερήμου. Ανθίζουν μόνο για μια νύχτα μέχρι το μεσημέρι», μου εξήγησε ο Φρέντυ σημειώνοντας κάτι στο τετράδιο του.

Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Κάποιος κοινός γνωστός μου είπε, τρεις μέρες μετά το φασιστικό πραξικόπημα, πως πέθανε από τα βασανιστήρια με τη γροθιά σηκωμένη τραγουδώντας τη Μασσαλιώτιδα. Από τότε, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να ανοίξω ένα τετράδιο με χοντρό εξώφυλλο, όπου θα απαριθμώ τα θαύματα του κόσμου.»

 Έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα, διηγήματα, δημιούργησε θεατρικές ομάδες στο Περού, το Εκουαδόρ και την Κολομβία. Τα περισσότερα από τα μυθιστορήματά του έχουν αστυνομική υφή και πολιτική χροιά, ενώ φανερώνουν την αγάπη του για τα ταξίδια. Η αφήγησή του είναι κινηματογραφική, μιας και ο ίδιος λάτρευε το σινεμά. Παράλληλα, ασχολήθηκε και με την παιδική λογοτεχνία. «Μόνο εκείνοι που τολμούν θα καταφέρουν να πετάξουν», γράφει στο παιδικό βιβλίο «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετά».

Στα βιβλία και τα παραμύθια του, μιλούσε για τον αγώνα των απλών ανθρώπων  για ζωή και ελευθερία, ενάντια στη φτώχεια, την εκμετάλλευση και τη λεηλασία της φύσης. «Θέλω να εξιστορήσω τη ζωή των ανθρώπων που δε θα εμφανιστούν ποτέ σε κανένα βιβλίο Ιστορίας και που είναι πραγματικά σημαντικοί. Οι ήρωες των βιβλίων μου είναι περιθωριακοί, γιατί ανάμεσα τους αισθάνομαι κι εγώ καλά». Διέθετε χιούμορ και κοφτερή σκέψη, υπήρξε ανοιχτός στη διαφορετικότητα και ξεχώρισε για την ανατρεπτική οπτική του.

Συχνά, αναφερόταν στην αγάπη του για τον Νίκο Καζαντζάκη. Σε συνέντευξη του, μάλιστα, είχε αποκαλύψει ότι είχε δυο γάτες, που τις αποκαλούσε Ζορμπά και Μπουμπουλίνα. «Πολλές φορές πριν κοιμηθούν τα παιδιά μου, μου ζητούσαν να τους διαβάσω την ιστορία του Ζορμπά. Αυτό το βιβλίο ήταν ο δικός μου τρόπος για να ευχαριστήσω το Αμβούργο για τα υπέροχα δέκα χρόνια που πέρασα εκεί και για την αλληλεγγύη που βίωσα», είχε δηλώσει ο Χιλιανός συγγραφέας για τα χρόνια που έζησε στη Γερμανία.

Το τέλος που σηματοδότησε ο περσινός Απρίλης, ύστερα από την είδηση του θανάτου του από κορωνοϊό, ήρθε να συμπληρώσει ένα ακόμη όνομα ανάμεσα σε «όσους μας λείπουν», σε όσους, αν και εγκλωβισμένοι στη στιγμή ενός φωτογραφικού «κλικ», παραμένουν με τρόπο γλαφυρό στη συλλογική μνήμη, ιδίως εκείνα τα απογεύματα που συνοδεύονται με «μάτε» και «άφιλτρα τσιγάρα». Πράγματι, έχουμε μάθει, όπως έλεγε κι ο ίδιος, να ζούμε με την απουσία τους, κι ακόμη περισσότερο «να την αναπληρώνουμε με καμάρι» γιατί η παρουσία τους ήταν γεμάτη ζωή και βήματα μπροστά, χέρι – χέρι με το φόβο μεν, αλλά πάντοτε με τη  χαρακτηριστική σιγουριά αυτού που ξέρει ότι έχει δίκιο.

Κι ο Λουίς φαίνεται να ήταν ένας απ’ αυτούς.

Luis Sepulveda 01
cookies

This website uses cookies not only for your best possible experience, but also because we love them...