ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΙΟΥΚΑ
Δήμητρα Σιούκα
dimitra@streetmagazine.gr
Τέλη Ιουλίου αποχαιρετιζόμασταν για να ξαναβρεθούμε καμιά εβδομάδα αργότερα στα ίδια ξεχαρβαλωμένα κάμπινγκ, κουβαλώντας σκηνές της προσφοράς και ιδρώνοντας για ίσκιο. Επί δύο ώρες να φέρνουμε γύρους ρίχνοντας χαμηλόφωνες κατάρες σε όσους είχαν προλάβει να πασσαλωθούν, κι αφού κανέναν δεν έπιαναν τα πουνασουκαειηαιώρα, να στήνουμε το τσαντίρι μας καταμεσής στα ασκίαστα.

Εδώ; Εδώ γαμώτο.

Μετά τεντωνόμασταν με τις ώρες ανάσκελα στον αιμοδιψή ήλιο, μέχρι που τα μάγουλά μας άρχιζαν να πέφτουν προς τα μέσα και τα γόνατά μας ψήνονταν τόσο που στη θέση τους εμφανίζονταν δυο άλικες κορφές. Μετά πασαλείβαμε ο ένας τον άλλο με γιαούρτια και λοσιόν αλόης. Μετά μας έτρωγαν ζωντανούς τα κουνούπια.

Κολυμπούσα πολύ, κολυμπούσα γυμνή, έστριβα τσιγάρα και τα έβαζα σε ένα τσίγκινο κουτάκι που απέξω είχε μια γυναίκα του μεσοπολέμου με βέλο και καπελάκι και το καπάκι του το χρησιμοποιούσα για τασάκι, διάβαζα και έγραφα, έτρωγα αλμυρά αχλάδια και έπινα βραστό καφέ με καλαμάκι, τι χρειάζεται ο άνθρωπος, μια τόση δα γωνιά σε ένα νησάκι.

Μαζευόμασταν αργά το απόγευμα στο κατασκηνοκαφεστιατόριομπαρ, μια παρέα, σαγιονάρες και σανδάλια, πεταμένοι στα τσιμέντα μαζί με γεμιστά, παστίτσιο, μουσακάδες και αφυδατωμένα σουβλάκια. Και μπύρες. Τα ποτήρια γυάλινα χοντρά, τα τασάκια πλαστικά με επιγραφή ΟΥΖΟ ΜΙΝΙ και από πάνω μας διάτρητη καλαμωτή, κοχύλια μαζί με γυάλινες χάντρες περασμένα σε πετονιά,  καραβάκια από ξεβρασμένα ξύλα και στον τοίχο ζωγραφισμένη μια γοργόνα αλλήθωρη.

Ήταν τόσο ίδια τα καλοκαίρια μας για τόσα καλοκαίρια, που μπερδεύω τις χρονιές, τα νησιά και τ’ αντίσκηνα.

Βρες τον Αύγουστο:

Τότε που ο Παύλος είχε έρθει χωρίς τη Νάντια και η Ελένη δεν έστησε τη σκηνή της γιατί κρίμα μωρέ να πληρώσουμε δυο θέσεις, ας μείνουμε μαζί, είναι και στριμωγμένα και ήταν τρισευτυχισμένο το κορίτσι μου γιατί δε μπορεί, τώρα αν είναι να γίνει κάτι θα γίνει, και το απόγευμα έγινε η τρισευτυχία της θρύψαλα γιατί εμφανίστηκε η Νάντια –ΕΚΠΛΗΞΗ! Και περάσαμε όλες μας τις διακοπές σε ένα στρώμα εγώ κι η Μάνια κι από πάνω μας η Ελένη να κλαίει αφού ούτε τη σκηνή της δεν είχε κουράγιο να στήσει.

Τότε που πήγαμε στην Πάτμο γιατί ο Κυριάκος δούλευε σεζόν και ξενερώσαμε ομαδικώς με το νησί κι εγώ δεν πήγα ούτε στην Αποκάλυψη και μου άρεσε μόνο ένα μαγαζί, όχι σε σχέση με τα άλλα μαγαζιά, όχι, από όλο το νησί, χλωρίδα, πανίδα, ανθρώπους, κτίρια, πλατείες, παραλίες μου άρεσε μόνο αυτό το μαγαζί, το μπαράκι που το λέγανε Κουκουμάβλα που σημαίνει κουκουβάγια και ήταν κι ένας μπούφος στο κάμπινγκ που για να με ρίξει φώναζε: Που είσαι Κουκουκάβλα μου; Μεγαλεία.

Τότε που είχαμε φάει κόλλημα και παίζαμε όλη μέρα Πούκου[1] και βάλαμε τον Άγγελο να μαζέψει όσες πράσινες σαγιονάρες βρει μέσα στο κάμπινγκ και να τις φέρει στην παραλία και μετά από μισή ώρα τον είδαμε να έρχεται τρέχοντας με μια σαγιονάρα λαχανί στο δεξί του χέρι κι από πίσω του ένας τύπος κι αυτός με μια σαγιονάρα λαχανί στο δεξί του χέρι να του φωνάζει, θα σε γαμήσω ρε μαλάκα και ο Άγγελος μας φώναζε, θα σας γαμήσω ρε μαλάκες, εμείς, κατουρημένοι από τα γέλια, αδύνατον να φωνάξουμε κάτι, αλλά ο που πλήρωσε τα που πρέπει για δύο λαχανοσαγιονάρες τα χασε, κι ο που έκλεψε τη μία για του πούκου τη χάρη, πήγε ταπεινά και την άφησε στα πόδια του. Του έκανε. Κι έγινε η κολοκύθα άμαξα.

 Αυτά μεγάλοι άνθρωποι τα κάναμε, όχι τίποτα τινέιτζερς.

Τότε που γνώρισα τον Ορέστη και μου άφηνε σημειώματα με κοχυλάκια έξω από τη σκηνή μου για να τα βρίσκω όταν ξυπνάω και βάζαμε τους μπάφους μέσα σε τάπερ για να κολυμπάμε μαζί τους και να τους ανάβουμε στον απέναντι βράχο και μου έλεγε πως το στήθος μου είναι λεμονάκι και με φιλούσε πάντα πρώτα στα μάτια και μετά παντού.

Τότε που ήρθε και η Λουκία και κυκλοφορούσε στο κάμπινγκ με μπέιμπι ντολ σατέν ιβουάρ και παντοφλίτσες με τακουνάκι και πούπουλο και ο Παύλος είχε φρικάρει και δεν ήθελε να της πολυμιλάει αλλά όταν είσαι μια παρέα, μια παρέα είσαι, και η Λουκία ήθελε να μάθει πάντα αν θα βγούμε το βράδυ αλλά εμείς το βράδυ ποτέ δε βγαίνουμε.

Το βράδυ πάμε στην παραλία.

Έχουνε βγάλει πάλι τις κιθάρες και κάνουν διαγωνισμό. Είναι και ένας τύπος άσχετος που έχει στο έρικσόν του σημείωμα με τραγούδια της παρέας και κάθε τόσο ρωτάει, πάμε το μοναξιά μου όλα ρε παιδιά; Δεν φυσάει καθόλου αλλά έχουμε ρίξει πάνω μας καλού κακού λεπτές ζακέτες και παρεό. Όλα καθρεφτίζονται μες τη θάλασσα, το φεγγάρι, τα φώτα από το απέναντι λιμάνι και η νύχτα. Έχουμε πιεί και συνεχίζουμε να πίνουμε, πετάμε βότσαλα μες το νερό για να σχηματίζονται κυκλάκια, όλα είναι καλοκαίρι κι οι εαυτοί μας μακριά κι εμείς αγαπημένοι, ταξιδεύουμε μέχρι τη ζώνη του Ωρίωνα και επιστρέφουμε γελαστοί. Έπειτα οι άσχετοι τα παρατάνε και φεύγουν, μένουμε μόνο όσοι αντέχουμε, βουτάμε στο νερό, στην αρχή μας παγώνει μα μετά μας αγκαλιάζει, μας αντέχει, γελάμε πολύ και μετά ησυχάζουμε, από την ακτή ακούγεται το ωραιότερο τραγούδι του κόσμου κι οι καρδιές μας βουλιάζουν ενώ τα σώματά μας επιπλέουν κι όλο είναι τόσο ελαφριά, εμείς οι ίδιοι τόσο αβαρείς, τόσο ευτυχείς, που δακρύζουμε γυμνοί κάτω από το αυγουστιάτικο φεγγάρι.

Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, καταστάσεις ή παραλίες είναι εντελώς συμπτωματική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.

Καλές βουτιές.

 

[1] Πούκου: από του Σαίξπηρ τον Πούκ και το κούκου, οι συμμετέχοντες στο παιχνίδι εκ περιτροπής πρέπει να κατορθώσουν έναν άθλο που έχουν επιλέξει γι αυτούς οι συμπαίκτες τους, μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα.

To oraiotero tragoudi tou kosmou cover
cookies

This website uses cookies not only for your best possible experience, but also because we love them...