ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΨΑΡΡΟ
Αποστόλης Ψαρρός
info@streetmagazine.gr

Είμαι ένας βράχος. Σχηματίστηκα μετά από μια κατολίσθηση, έπειτα από έναν τεράστιο σεισμό. Ξεκόλλησα από έναν λόφο και πήγα και καρφώθηκα στην άκρη της θάλασσας. Από τότε μένω εκεί ακλόνητος να ατενίζω τη Μεσόγειο θάλασσα. Έχω χάσει το μέτρημα στο πόσα χιλιάδες χρόνια στέκω εδώ.

Το μέγεθος μου μικραίνει αργά, επειδή η αλμύρα της θάλασσας με αδυνατίζει. Αν και η ύπαρξη ενός βράχου είναι αρκετά μοναχική, εγώ έχω την τύχη να βρίσκομαι σε μια ακτή της Μεσογείου που βλέπω και ακούω αρκετά πράγματα. Άλλοι φίλοι μου βράχοι ακούν ιστορίες  μόνο από μελτέμια και γλαροπούλια, αλλά εγώ εδώ που βρίσκομαι είμαι πολύ τυχερός. Εκτός του ότι ακούω καθετί που μου εκμυστηρεύεται η θάλασσα, ενημερώνομαι κι από τα σκάφη των ανθρώπων που προσεγγίζουν την φιλόξενη ακτή που είναι από κάτω μου.

Το καλοκαίρι  είναι η αγαπημένη μου εποχή, διότι οι άνθρωποι που έρχονται εδώ είναι αρκετά χαλαροί και ευδιάθετοι. Βουτούν στη θάλασσα, κολυμπούν και μοιράζονται τις ιστορίες τους με γέλια, χαρές και τραγούδια.        

Προσωπικά δεν ξέρω τι σημαίνει πυρκαγιά εδώ που βρίσκομαι. Όταν βλέπω φωτιά, συνήθως είναι μια παρέα από χαρούμενες μικρές φλόγες που χορεύουν και τραγουδούν μαζί με φίλους και κιθάρες κάτω από το λαμπερό φως των αστεριών που πέφτουν, κάνοντας ευχές για όλους.

Κι όμως δεν ήξερα. Η φωτιά δεν είναι μόνο αυτό το όμορφο πράγμα που βλέπω εγώ τα καλοκαίρια. Ακούω ανθρώπους να αφηγούνται πως εκτός από χαρά, ζεστασιά και τραγούδι, ο άνθρωπος τη χρησιμοποιεί την φωτιά και για να καταστρέφει. Και μου κάνει εντύπωση. Γιατί καταστρέφει πράγματα που που του αρέσουν τόσο πολύ;  Ένα λουλούδι; Ένα δέντρο; Ένα σκυλάκι; Ένα σπίτι;

 Ίσως επειδή είμαι βράχος να μην καταλαβαίνω.

 Ίσως έχει τους λόγους του που το κάνει αυτό.

Ίσως ο πόνος να έχει ζωτική σημασία για την ανθρώπινη φύση κι επειδή εγώ σαν βράχος δεν πονάω, να μην αντιλαμβάνομαι τις επιλογές που φέρνουν πόνο.

 Ίσως.

Εγώ μόνο ιστορίες ακούω. Από κοχύλια, από ψάρια, από αέρηδες , από καράβια και από ανθρώπους.

Η τελευταία  ιστορία πόνου που είχα ακούσει ήταν από την Γκιουζέλ.Πριν από δυο τρία χρόνια. Η Γκιουζέλ μόλις που είχε κατέβει από μια βάρκα μαζί με άλλους πολλούς ανθρώπους και έκλαιγε. Κι εκείνη, κι οι άλλοι που ήταν στη βάρκα μαζί της. Έκλαιγε κρατώντας την μικρή της κόρη στην αγκαλιά της που ήταν νεκρή. Πέθανε στη θάλασσα αβοήθητη η μικρή της κόρη. Το κλάμα της Γκιουζέλ το κάλυπτε το τραγούδι της θάλασσας. Το κλάμα της το κάλυψαν και τα καλοκαίρια που μεσολάβησαν. Τα γέλια και τα τραγούδια ξαναήρθαν. Οι  ανακουφιστικές βουτιές. Οι μπύρες στην ακτή, οι παρέες, τα αντηλιακά, τα δροσερά φιλιά.

Κι εκεί που αγναντεύω σαν από πάντα στο σημείο μου, την ώρα που διασχίζει το πέλαγος ένα ολόλευκο ιστιοπλοΐκό, παρατηρώ μια γνώριμη φιγούρα να ακροβατεί πάνω στην άμμο. Οριακά τα πόδια της δεν ακουμπούσαν το έδαφος. Ένα αέρινο φάντασμα κινούταν μονοκόμματο,σαν να βρίσκεται σε κυλιόμενο διάδρομο. Με πλησιάζει, κάθεται πάνω μου κι αρχίζει να μονολογεί. Το πρόσωπο της ήταν αλλοιωμένο και η φωνή της είχε μια νοσταλγική βραχνάδα . Άρχισε να αναπολεί τα παιδικά της χρόνια. Τα ατελείωτα παιχνίδια που έπαιζε με τα αδέρφια της, τα οποία λάμβαναν χώρα ανάμεσα σε πολέμους. Οι πόλεμοι, παρόντες σε κάθε φάση της ζωής της. Στις φιλίες, στο σχολείο, στις σπουδές της που δεν ολοκλήρωσε ποτέ, στο γάμο και στη γέννηση της κόρης της. Στη ζωή που ονειρευόταν για την κόρη της. Μια ζωή που θα είχε φίλους πολλούς, που θα χαιρόταν τον έρωτα, τα βιβλία της, τη χαρά της δημιουργίας και της μόρφωσης. Μια ζωή που η κόρη της  θα πήγαινε με όποιο ερωτικό σύντροφο ήθελε, θα σπούδαζε και θα επέλεγε όποια δουλειά επιθυμούσε. Και ξαφνικά η ονειροπόληση της διακόπτεται: “Μα ποιον κοροϊδεύω; Στη κόρη μου θα της έκαναν κλειτοριδεκτομή από μωρό. Δε θα βίωνε διέγερση και οργασμό ποτέ. Θα έμενε αναλφάβητη, κι αν ήταν τυχερή θα την πάντρευαν στα 12 με έναν γέρο άντρα ο οποίος θα την έδερνε όποτε επιθυμούσε και θα την σκότωνε αν τυχόν του αντιμιλούσε. Αν ήταν τυχερή όλα αυτά. Συνεπώς καλύτερα που πέθανε τελικά.”

Ήταν η Γκιουζέλ που μου εκμυστηρεύτηκε όλη αυτή την σκέψη της. Η οποία ένιωθε λυτρωμένη που η κόρη της δε θα περνούσε όλα αυτά τα βασανιστήρια. “Που πρόλαβε να πεθάνει πριν την πεθάνουν οι άνθρωποι”.

Εγώ είμαι βράχος. Η αλμύρα της θάλασσας είναι που με διαβρώνει.

 Τους ανθρώπους όμως, τι είναι,

τι είναι αυτό που τους διαβρώνει έτσι;

 

Είμαι ο Έρος και το ζω στα στενά.

845321
cookies

This website uses cookies not only for your best possible experience, but also because we love them...