ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΟΛΟ ALGING
Παναγιώτης Κάρολος Alging
karolos@streetmagazine.gr
Ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο. Κάτι παραπάνω από βέβαιος, σε τούτη τη νοτιοανατολική γωνιά της Ευρώπης. Εδώ, όπου ο τίμιος ίδρωτας ρέει σαν ποτάμι απ’ το μέτωπο του αγωνιζόμενου οδηγού στις διασταυρώσεις, με τον απαραίτητο σεβασμό στο ιερόν τρίπτυχον «πρώτη-νεκρά-πρώτη». Το ίδιο συμβαίνει με τον τίμιο εργαζόμενο, με τον τίμιο άτυχο που δεν έχει ούτε ανεμιστήρα ούτε κλιματιστικό, με τον κάθε τίμιο άνθρωπο.

Βολτούλες. Το θέρος είναι ο παράδεισος του συνοδηγού και των λοιπών επιβατών. Αυτός είναι ο άνθρωπος που μπορεί ν’ απολαύσει το καλοκαίρι. Στη δεξιά μεριά του αυτοκινήτου, μιας κι ακόμη δε γίναμε Λονδίνο, ο συνοδηγός απλώνει το κορμί του με τον τρόπο που τον βολεύει περισσότερο, απολαμβάνει τον κλιματισμό στο αυτοκίνητο ή το αεράκι που εισβάλλει απ’ το παράθυρο και του μπριζάρει το κούτελο. Μπόνους όσοι φορούν πιο «ανοιχτά» ρούχα και μπορούν να κρεμούν το χέρι απ’ το παράθυρο και ο αγέρας να μπαίνει απ’ το μανίκι και να δροσίζει τη μασχάλη. Μόνο πρόβλημα ότι δε γίνεται να δροσιστεί έτσι και τ’ άλλο χέρι, αλλά λύνεται μωρέ. Στην επιστροφή θα κάτσει ο -αςπούμετώρα- συνοδηγός στη θέση πίσω απ’ τον οδηγό (αρκεί να μην είναι διθέσιο το τουτού) και θ’ ανοίξει το παράθυρο. Μπουμ, αριστερό χέρι κι αγέρας στη μασχάλη… done. Για τον οδηγό το μαρτύριο είναι μεγάλο σ’ όλες τις εποχές του χρόνου, εκτός αν είναι γουστόζος και λυσσάει για κίνηση και λακούβες. Το χειμώνα, βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, φοράς το μπουφάν (ή και το κασκόλ και τα γάντια και ό,τι άλλο έχει αγοράσει ο καθένας) και νιώθει να σε αγκαλιάζει κάτι. Και κρύο να έχει, σκέφτεσαι ότι περπατώντας λιγάκι μέχρι τον προορισμό σου θα κρυώνεις όλο και λιγότερο. Και μπορείς να περπατάς όλες τις ώρες. Το καλοκαίρι βγαίνοντας από το αυτοκίνητο (και ειδικά αν είχες αναμμένο τον κλιματισμό) νιώθεις την ανάσα των δράκων της Νταινέρις Στόρμπορν Ταργκάρυεν στη μούρη, στο σβέρκο, στις άκρες των δαχτύλων σου και έχει ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση για τη λιποθυμία σου. Μέχρι κι ο θετικός πόλος της μπαταρίας σταματάει να είναι τόσο θετικός με τέτοιες συνθήκες. Αν περπατάς ένα μεσημέρι του Ιούλη, κατά τις 15:00, πάνω στην Ακαδημίας ή την Πατησίων ή την Κηφισίας ή σ’ ένα δρομάκι της Λάρισας, χωρίς να πρέπει να το κάνεις λόγω εργασίας ή χωρίς να κρέμεται η ζωή σου ή η ζωή κάποιου δικού σου ανθρώπου από αυτό, τότε λυπάμαι. Λυπάμαι γιατί η μυθική «Φωλιά του κούκου» του Φόρμαν έχει ήδη γυριστεί, ο Νίκολσον πήρε και το Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου, δεν πρόλαβες να μπεις στο καστ. Σε κάποιο remake μην ξεχάσεις να δηλώσεις συμμετοχή.

Παραλίες. Αυτός ο επίγειος παράδεισος που χρόνο με το χρόνο αποκτά όλο και περισσότερα στοιχεία κόλασης. Κάπου ίσως υπάρχει νομοθεσία που προβλέπει υποχρεωτικά την επέλαση του καρακιτσαριού ακόμη και στην πιο απομακρυσμένη παραλία. Μπορεί στα σχολεία να μαθαίνουν στα παιδιά ότι πρέπει η παραλία που θα πάνε να έχει μπιτς μπαρ που ηχορρυπαίνει, να έχει μιλιούνια κόσμου, να ‘χει τοστ 5 ευρώ, ότι είναι ντροπή να μην απλώνεσαι σε ξαπλώστρα που χρυσοπληρώνεις. Να τα πείθουν ότι δεν μπορείς να ευχαριστηθείς καλοκαίρι, άμμο, ήλιο, θάλασσα και παρέα σε ένα πιο ήρεμο περιβάλλον. Αλήθεια, μόνο το θέμα της σκιάς καταλαβαίνω κι αυτό είναι κάτι που λύνεται και εύκολα και οικονομικά. Τα φορητά ψυγεία πωλούνται παντού, η παρέα είναι παρέα. Κι αρκετά περιοδικά κάνουν δώρο τσάντες θαλάσσης – απ’ όλα έχει ο μπαξές. Ας είναι, περνάς μία μέρα κι απ’ το μπιτσόμπαρο για ν’ ακούσεις αδιάφορες μουσικές και να στέκεσαι (ή να ξαπλώνεις) σα μικρόνους με ένα βενζινόπλυμα με πρασινάδες στο χέρι που το πλήρωσες για μοχίχιχιχιτο. Κι επειδή κρίνω κι εγώ εξ ιδίων, πόσοι απ’ τους μεγαλωμένους στα 90’s θυμούνται τους εαυτούς τους παιδιά να πηγαίνουν αποκλειστικά σε οργανωμένες παραλίες με τους γονείς; Όπως και να ‘χει, το καλοκαίρι το έχω συνδυάσει εμμονικά στο κεφάλι μου με την απλότητα και δε σκοπεύω ν’ αλλάξω άποψη. Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν μπορώ να καταλάβω όλους αυτούς τους «γαλαζοαίματους», που όταν βαράνε τα 40άρια γίνονται μπον βιβέρς και επιλέγουν να συμπεριφέρονται λες και μόλις κατέβηκαν απ’ το ιδιόκτητό τους ελικόπτερο, προσπαθώντας να δώσουν στο πλατσούρισμά τους στο νερό και στην ξάπλα τους 30cm πάνω απ’ την άμμο χαρακτήρα all inclusive.

Διασκέδαση. Μπορεί στο οποιοδήποτε νησί το χαλαρό ποτάκι by the sea με το δροσερό αγέρα που φυσάει να είναι μία σπουδαία απόλαυση. Στα αστικά κέντρα και στα κλειστά μαγαζιά δεν (μπορεί να) είναι το ίδιο. Πριν την εμφάνιση του κορωνοϊού, συζητούσαμε για τον αντικαπνιστικό νόμο και πώς τα μαγαζιά μετά από κάποια ώρα (ή αφού έτρωγαν το πρόστιμο) έλεγαν «φτου ξελέ, καπνίστε ελεύθερα». Τόσα χρόνια, λοιπόν, στα κλειστά μαγαζιά των πόλεων γινόταν (γίνεται) το εξής. Ο κόσμος έμπαινε στο κλειστό μαγαζί που είχε (;) εξαερισμό και κλιματισμό στο φουλ και μέσα σε λίγα λεπτά απ’ τα τρεις χιλιάδες τσιγάρα έπρεπε όλοι να παίρνουν επίδομα βαρέων και ανθυγιεινών. Πριν το ίνσταγκραμ νόμιζαν, μέσα τους, ότι ήταν η απόλυτη διασκέδαση. Με το ίνσταγκραμ αυτό προσπαθούν να το βγάλουν και προς τα έξω, χαρίζοντας απλόχερα χαρμολύπη. Μετά την έξοδο σε τέτοιο μαγαζί, τα ρούχα δε θέλουν πλύσιμο. Θέλουν πέταμα. Το ίδιο και τα μαλλιά. Και όλα τα εσωτερικά όργανα. Για τα ανοιχτά μαγαζιά, δε, όπως είναι πολλά γνωστά μεγάλα προς την Ποσειδώνος, ο ανοιχτός χώρος στα μάτια μου δεν έσωζε και πολλά. Η κωλοατμόσφαιρα της Αθήνας κι η υγρασία μόνο απολαυστικό δεν έκαναν το να είμαστε ο ένας πάνω στον άλλον, πιο στριμωγμένοι από τα σκουπίδια σε απορριμματοφόρο. Σα να μας έχει πετάξει ο Μάικ ο Τάισον στα σχοινιά και να μας δέρνει αλύπητα. Στο κάτω κάτω, λέγαμε ότι θα είμαστε π.χ. εννιά άτομα και μας έδιναν χώρο για τρία. Κάθε φορά. Σε κάθε μαγαζί. Όσο να ‘ναι, αυτή η αισθητή απουσία αποσμητικού (ή η υπερβολική χρήση αρώματος με τόση ζέστα) και οι πελάτες που βγήκαν απ’ το σπίτι τους για να τσεκάρουν έξι ώρες τα εισερχόμενά τους στο μέσεντζερ, δεν είναι για μένα. Χόρτασα. Μάλλον παραχόρτασα, δηλαδή. Δόξα και τιμή σε όσους αντέχουν ακόμη και είναι στις επάλξεις, εγώ έχω συνταξιοδοτηθεί λίγο πολύ στην ίδια ηλικία (παρά κάτι ψιλά) που σταμάτησε την μπάλα ο λατρεμένος Μάρκο Βαν Μπάστεν.

Τρελεόραση. Είναι αλήθεια ότι το καλοκαίρι το χαζοκούτι είναι πιο υποφερτό. Οι σειρές, οι μεγά(χαχαχα)λες παραγωγές των καναλιών έχουν τελειώσει, οριστικά ή για τη σεζόν. Αναγκάζονται να δείξουν παλιότερες σειρές (συνήθως τις πετυχημένες, ας τις πούμε χαριστικά καλές) και ταινίες. Και οι ταινίες πρέπει να τραβήξουν κόσμο για ν’ ανεβούν τα ποσοστά τηλεθέασης, καθώς η prime time ζώνη είναι αγκαλιά με το χρήμα. Το πιο ωραίο τα καλοκαίρια, όμως, παραμένουν οι αθλητικές διοργανώσεις. Μου λείπουν τα χρόνια που το σχολείο τελείωνε μέσα Ιουνίου και άρχιζε λίγο πριν τα μέσα Σεπτεμβρίου, τότε που ο χρόνος ήταν άπλετος για να παρακολουθήσω και το τελευταίο σκατοπαίχνιδο του Euro ή την πλέον αδιάφορη ενόργανη των Ολυμπιακών Αγώνων. Αυτές οι εποχές έχουν λάβει τέλος, όμως η μαγεία των αθλητικών διοργανώσεων ευτυχώς παραμένει. Και το καλοκαίρι έχει και τελικούς NBA στο πρόγραμμα. Και έχει και θερινό κινηματογράφο, όμως αυτό αξίζει πράγματι ν’ αναλυθεί (και να αποθεωθεί) μόνο του.

Διακοπές. Η αιώνια κατάρα του «πρέπει». Όχι, δεν πρέπει να πας διακοπές, πηγαίνεις αν μπορείς και θέλεις. Κι αν θέλεις και μπορείς, αν είσαι άξιος κι αρκετός, ένα σωρό μέρη υπάρχουν για να πας για πρώτη ή δεύτερη ή εξηκοστή τέταρτη φορά. Τόσες πλατφόρμες για κράτηση σε ξενοδοχεία, άλλες για ενοικίαση σπιτιών, όλα τα ξενοδοχεία έχουν τηλέφωνα και, στην τελική, έχεις και κάποιον φίλο με εξοχικό. ‘Η έχεις χωριό. Δε γίνεται να λες ότι δε βρίσκεις πού να πας. Ούτε γίνεται να λες ότι δεν βρίσκεις κανένα ωραίο μέρος για να πας. Κι αν, όπως συμβαίνει με την πλειοψηφία, ο χρόνος των διακοπών σου είναι περιορισμένος εξαιτίας διάφορων υποχρεώσεων, διαλέγεις ποιοι άνθρωποι θα σε κάνουν να περάσεις καλά και πηγαίνεις για αυτές τις λίγες μέρες. Πηγαίνεις και μόνος σου αν θες. Και μακριά απ’ τις πολύ μεγάλες και άσχετες παρέες, γιατί εκεί ο καθένας θυμάται τα παιδικά του τραύματα και ψάχνει να ικανοποιήσει τα γαμώτο του, οπότε πρήζει τα συκώτια των υπολοίπων. Η κατάληξη είναι ο καθένας να κουράζει όλους τους άλλους. Λίγοι και καλοί φίλοι, ο/η σύντροφος, οι γονείς, κανένα ξαδερφάκι. Το κρατάμε απλό, το κρατάμε αληθινό.

Θα κάνουμε υπομονή κι ας μη γίνει πιο γαλανός ο ουρανός, συνήθως δε χρειάζεται κιόλας. Όπου να ‘ναι, θα ‘χουμε ξανά χειμώνα. Winter is coming.

Kalokairi part I cover
cookies

This website uses cookies not only for your best possible experience, but also because we love them...