ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΙΟΥΚΑ
Δήμητρα Σιούκα
dimitra@streetmagazine.gr
Αθηναίοι στα χώματα και στα κύματα. Μετανάστες του Covid. Το πήραμε απόφαση λίγο πριν την έναρξη της νέας σεζόν εγκλεισμού, υπό το φόβο μιας δεύτερης καραντίνας εντός διαμερίσματος. Έξι μήνες μετά βρισκόμαστε ακόμα κάτω απ’ το βουνό, σε έναν παραθαλάσσιο οικισμό που αποτελείται από καμιά δεκαριά σπίτια. Από τους ενοίκους τους δεν έχω γνωρίσει κανέναν. Γνέφουμε ο ένας στον άλλο με το κεφάλι και λέμε μια καλησπέρα, αν τύχουμε στο ίδιο δρομάκι

Μια μέρα, μέσα Φεβρουαρίου, ένας παππούς που μένει πιο κάτω, έφτασε μέχρι την πόρτα μας κρατώντας τρία ψάρια. “Να τα ψήσετε”, είπε στον Χρήστο. Τα ψάρια δεν ήταν φρέσκα,  δεν το έκανε από κακό ο παππούς, μάλλον πάσχει από αλτσχάιμερ. Μάλλον γι’ αυτό έφτασε και μέχρι την πόρτα μας.

Ο Χειμώνας ήταν βαρύς. Μας το λένε κι οι μοναδικοί δύο, πολύτιμοι φίλοι μας στην ευρύτερη περιοχή. Το παρατράβηξε φέτος. Το κρύο έτσι κι αλλιώς είναι αλλιώτικο από το κρύο της πόλης. Σε κυκλώνει από παντού. Ο καιρός αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη, ένα αεράκι να φυσήξει φτάνει. 

Δεν έχω ξανανιώσει τόσο εκτεθειμένη. Τόσο ενσωματωμένη. 

Το αστικό μας νεφέλωμα διαλύθηκε στον πρώτο Βοριά. Οι δεξιότητες που επιμελώς ανέπτυξα τόσο καιρό μες τα τσιμέντα δεν βοήθησαν  σε τίποτα. Σε ποιο στενό να κόψω και ποια ανταπόκριση να προλάβω; Τον πόντο πήρε η ανιαρή υποχρεωτική εκπαίδευση της παιδικής κι εφηβικής μου ηλικίας, στα χωριά της οικογενείας: άναψε το τζάκι, σάρωσε, μπάλωσε. Ναι γιαγιά.

Σώπασε. 

Την ησυχία της νύχτας διακόπτει  πάντα  η κραυγή κάποιου  ζώου, ποτέ φωνή ανθρώπου ή εξάτμιση αυτοκινήτου. Καμιά φορά ένα καΐκι που ξεκινά αχάραγα για ψάρι. 

Όλα εδώ χρειάζονται το πρωινό ξύπνημα για να λειτουργήσουν. Εκτός από εμένα. Οι χειμωνιάτικες ημέρες είναι μικρότερες, η σχέση ήλιου-μέρας απολύτως ανάλογη -έχει ήλιο, είναι μέρα, δεν έχει ήλιο, είναι νύχτα.  Οι πόλεις ξημερώνουν με διακόπτες, δουλεύουν κάτω από φωτιστικά και λάμπες φθορίου, τα διαμερίσματα βλέπουν σε φωταγωγούς∙ το ότι σβηνει το φυσικό φως, δεν συνεπάγεται το τέλος της ημερήσιας δραστηριότητας. Εδώ, με το δικό μου βιορυθμό, ξυπνάς και σκοτεινιάζει.

Κι ενώ η μέρα κυλά πιο γρήγορα, ο χρόνος πηγαίνει πιο αργά. 

Ανεξάρτητα των προθεσμιών, των συνεχόμενων τηλεφωνημάτων και τηλεσυναντήσεων, του άγχους,  η φύση γύρω επιβάλλει έναν άλλο ρυθμό, δικό της. Όσο κι αν αντιστέκεσαι, αφήνεσαι.

Κι έρχονται μέρες ασήκωτες. Η ενοχή της εξοχής. Αραχτοί ενώ η πόλη καίγεται. 

Απαγορεύσεις δεν βιώσαμε. Σα γνήσιοι Αθηναίοι όμως, στέλναμε πάντα μήνυμα για να πάμε ποδηλατάδα στον άδειο δρόμο ή να πάρουμε το ερημικό μονοπάτι. Στο χωριό, στο μπακάλικο, στο φούρνο, οι περισσότεροι φορούσαν μάσκα, κι αν όχι, ήμασταν αυτοί που τους λέγαμε να τη φορέσουν. Ένα βράδυ κοντά στις απόκριες κάποιοι, δυο-τρια σπίτια παραπέρα, αποφάσισαν να αντιταχθούν στο καθεστώς με σκληροπυρηνικά νεολαϊκά άσματα. Από τις εννέα βάραγαν τα όργανα και πόναγαν τ΄αυτιά μας, στη μία ακούστηκε σειρήνα κι έπαψαν. Ήταν η μόνη επαφή  μας με την αστυνομία. Τα αυτιά μας τη χάρηκαν.

Τα σκληρά νέα της πόλης φτάνουν εδώ μαλακωμένα, παπαριασμένα από την παραθαλάσσια υγρασία. 

Είμαστε μακριά. 

Κι ούτε είμαστε αυθεντικοί, ντεμέκ επαρχιώτες είμαστε, μένουμε σε  χωριό και δουλεύουμε μπροστά σε οθόνες.

Αλλά: κλαδέψαμε, φυτέψαμε, ράψαμε, ξεχορταριάσαμε, κόψαμε ξύλα, μαζέψαμε σπαράγγια -εγώ, που δεν είχα ξαναδεί από τι βγαίνει το σπαράγγι.

Υιοθετήσαμε δυο γάτες. Αποφάσισαν πως αφού αυτό το πέτρινο σπίτι μπορεί να γίνει σπίτι μας, τότε μπορεί να γίνει και δικό τους. Μπαινοβγαίνουν στην αγκαλιά μας που ενάμιση χρόνο τώρα είναι πιο άδεια από ποτέ.

Χαθήκαμε οι άνθρωποι και μας βρήκαν  γάτες, λέω στον Χρήστο. Γελάει.

Τον αγάπησα φέτος λίγο περισσότερο. Έφτιαξα διακοσμητικά, σκάλισα, μαγείρεψα. 

Αγνάντεψα. 

Κι όπως κοιτούσα, πριν από έναν περίπου μήνα, είδα πώς ξεκινά το θαύμα.

Άνοιξη.

Τα δέντρα, που όταν φτάσαμε έχαναν τα τελευταία τους φύλλα και μειναν  γυμνά, μπουμπούκιασαν.  Οι λεβάντες πέταξαν ολούθε βλαστούς και λουλούδιασαν. Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες. Το δέντρο δίπλα στην αυλόπορτά μας έβγαλε  μωβ ανθούς. Είναι κουτσουπιά, το δέντρο του Ιούδα. Τα φουντωτά φυτά δίπλα στη βρύση είναι αγκινάρες. Πριν από τρεις μέρες μάζεψα τις αγκινάρες τους. 

Η φύση είναι αποστομωτική.  

Καμιά φορά που σκύβω να ποτίσω ένα λουλούδι, να μαζέψω προσάναμμα ή κόβω λεμόνια, βλέπω τον παππού και τη γιαγιά μου να χαμογελούν. Χαμογελώ κι εγώ. 

Κάτι άλλο καταλαβαίνω  για τη ζωή, για τον άνθρωπο, για τους κύκλους, για μένα. 

Δεν ξέρω τι.

Σε μια τόσο ζόρικη περίοδο έχω την τύχη να βρίσκομαι σε διαδικασία μάθησης. 

Ούτε το σπίτι μου πια δεν ξέρω που είναι.

Ρωτήστε με ξανα μετά το καλοκαίρι.

Exoghinoi sto xorafi cover
cookies

This website uses cookies not only for your best possible experience, but also because we love them...