ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΟΛΟ ALGING
Παναγιώτης Κάρολος Alging
karolos@streetmagazine.gr
Μία τσάντα εδώ, μία απ’ την άλλη και για μπάλα ένα κάθετα πατημένο κουτάκι αναψυκτικού. ΄Ετσι παίζαμε μπάλα στην πρώτη δημοτικού, τότε που στο σχολείο μας «απαγόρευαν» να φέρνουμε δερμάτινες μπάλες ποδοσφαίρου για να μη χτυπήσουμε από τις καραβολίδες και τις τσαρουχιές κι εμείς περιμέναμε με απερίγραπτη ανυπομονησία να μεγαλώσουμε ίσα ίσα, για να ‘χουμε την μπάλα στα πόδια μας κάτω από το θρανίο, να παίζουμε σιγανές πασούλες μεταξύ μας την ώρα του μαθήματος και στα διαλείμματα να ρίχνουμε κανένα σουτάκι, με την ελπίδα πως δε θα γίνουμε αντιληπτοί και δε θα μας βουτήξουν την μπάλα οι δάσκαλοι

Ο καθένας τα ποδοσφαιρικά του παραμύθια τα έντυσε με τον τρόπο που του ταίριαζε και, χρόνια μετά, θυμάται στιγμές και φίλους, θυμάται συναισθήματα. Θυμάται, μάλλον, κάποια συγκεκριμένα ζευγάρια ποδοσφαιρικών παπουτσιών που τα έλιωσε φορώντας τα παντού και καθημερινά, συγκεκριμένες μπάλες που ‘φυγαν σε ταράτσες και σφήνωσαν κάτω από αυτοκίνητα, συγκεκριμένα γηπεδάκια όπου ξετύλιξε το όποιο ταλέντο του, θυμάται πάρτυ συμμαθητών ή δικά του με τρίωρο (και βάλε) παιχνίδι σε 5Χ5 και μετά προμενάδα στο πλησιέστερο φαστφουντάδικο για να μην πέσουμε κάτω. Κολλούσαμε ολόκληροι ανεξαρτήτως εποχής, ζέχναμε. Είχαμε φτάσει σε τέτοιο σημείο εξαθλίωσης, που οι δήθεν survivors του κωλοριάλιτι θέλουν μήνες για να φτάσουν. Και πενήντα φσουτ αποσμητικό να ‘χαμε βάλει, τι να πρωτοκάνει το δόλιο; Για κολόνιες ούτε λόγος, αλλά ποιος θα παρεξηγήσει μωρέ ένα παιδί που έπαιζε ποδόσφαιρο με τους φίλους του;

Εκτόνωση και συναίσθημα ήταν. Ήταν πέρα για πέρα αγνό. Ούτε συστήματα είχε, ούτε, εννοείται, πριμ για τα γκολ και τις συμμετοχές είχε, ούτε τίποτα. Απ’ όλα αυτά, τίποτα δε μας τριβέλιζε το κεφάλι περισσότερο απ’ την ίδια την απόλαυση. Έτσι πίστευα και πιστεύω. Μας άρεσε, μας άρεσε πολύ. Πάρα πολύ. Αυτό ήταν όλο. Ήταν παιχνίδι – μα πόσο ωραίο παιχνίδι! Και ήταν ανοιχτό για όλους το παιχνίδι αυτό, από τον πλέον σπουδαίο ντριμπλαδόρο της τάξης ως την τελευταίο τσουρουκά, άμπαλο, ποδοσφαιρικό γιδοβοσκό, παίζαμε όλοι με όλους.

Η ανυπομονησία για την μπάλα νομίζω παραμένει σταθερά κυρίαρχη, με εκείνον τον παραμυθένιο τρόπο των παιδικών χρόνων. Κοιτάζω το ποδοσφαιρικό καλεντάρι και δεν μπορώ να περιμένω. Θέλω να είναι μοιρασμένα και δυνατά τα παιχνίδια, να ‘χουμε λόγους να τα συζητάμε για καιρό. Τα ματς που έληξαν ισοπαλίες με μεγάλα σκορ και που αμφότερες οι ομάδες κατέθεσαν ψυχή μέσα στο γήπεδο τα θυμάμαι με νοσταλγία, ασχέτως αν κέρδισε η ομάδα που υποστήριζα ή αν γύρισε στο αεροδρόμιο με τέσσερα γκολ παθητικό. Είναι τα παιχνίδια που με γέμισαν, τα ματς που μ’ έκαναν να αγαπήσω ακόμη περισσότερο το άθλημα. Το ίδιο το ποδόσφαιρο, όμως, όχι τον κόσμο του ποδοσφαίρου.

Εκείνο το 4-2 της Ρεάλ επί του Ολυμπιακού στο Μπερναμπέου το 2007, με τον Τοροσίδη ν’ αποβάλλεται στα πρώτα λεπτά του αγώνα και τον Κασίγιας ν’ αποκρούει (με το σκορ ακόμη στο 3-2) τα πάντα. Κράτησα τα εξώφυλλα των εφημερίδων της επομένης στο δωμάτιό μου για χρόνια. Το 4-4 της Λίβερπουλ με την Τσέλσι στο Λονδίνο, στους «8» του Τσάμπιονς Λιγκ τη σεζόν 2008-2009. Το έβλεπα μέσω sopcast, τον καιρό που η ταχύτητα της σύνδεσής μου στο διαδίκτυο ήταν 1mbps. Η καρδιά μου χτυπούσε λες και και την είχες συνδέσει με κομπρεσέρ. Η ρεβάνς της Ντεπορτίβο στο Ριαθόρ, που κατάφερε κι έβαλε 4 στη Μίλαν και προκρίθηκε, παρά το 3-0 του πρώτου αγώνα υπέρ των Ιταλών. Όποιος το είδε, το θυμάται.  Οι τελικοί της Πόλης το 2005, της Μόσχας το 2008, της Βαρκελώνης το 1999, η Σενεγάλη το 2002 στο Παγκόσμιο, το Γκάνα-Ουρουγουάη το 2010, οι κόντρες της δεκαετίας του ’90 στην Ιταλία, το πρωτάθλημα της Λέστερ στην Αγγλία. Φυσικά, το Euro της Δανίας το 1992 για τους μεγαλύτερους, το δικό μας το 2004, η πορεία της Κροατίας ως τον τελικό το 2018, οι τρεις χαμένοι τελικοί των Ολλανδών – το 1974 που προηγήθηκαν μέσα στο Μόναχο με το πέναλτι του Νέεσκενς, το 1978 με το δοκάρι του -μακαρίτη πια- Ρέζενμπρινκ στις καθυστερήσεις στο Μπουένος Άιρες κόντρα στους Αργεντίνους, το 2010 στο Γιοχάνεσμπουργκ μέσα στο χαμό από τις βουβουζέλες και με ένα τετ-α-τετ του Ρόμπεν που στοιχειώνει ακόμη τους ολλανδόφιλους. Είναι πολλά, πραγματικά.

Η μαγεία της μπάλας είναι και στην έκπληξη, στην εναλλαγή των συναισθημάτων, στο αουτσάιντερ, σε κάθε ποδοσφαιρικό Δαυίδ που κρατάμε κι εμείς μαζί του τη σφεντόνα απ’ το σπίτι ή εντός του γηπέδου. Μπορεί το μεγαθήριο να σκορπίσει τον μικρό αντίπαλο στους πέντε ανέμους μέσα σε 10 λεπτά με παράσταση για ένα ρόλο, μπορεί να σκοράρει κατά ριπάς, είναι όμως απολαυστικό για έναν ποδοσφαιρόφιλο κάτι τέτοιο; Όχι αναγκαστικά. Γιατί είναι συχνά μονόπλευρο κι αντιβαίνει στα βαθύτερα, ρομαντικά μας, ίσως, «θέλω», που σε πολλές πτυχές της ζωής μας παραμένουν κρυφά, αλλά τα εκδηλώνουμε στην μπάλα.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες, που πλησιάζουν γοργά με τη σειρά τους, δε νομίζω να είναι πολλοί οι τόσο φανατικοί στα ατομικά αθλήματα. Δεν ακούγονται μάνες και σπίτια εκεί. Έχετε, άραγε, ανάψει καπνογόνα για κούρσα 100 μέτρων; Έχετε φωνάξει συνθήματα στο σπίτι σας, τη στιγμή που βλέπατε καταδύσεις ή ξιφασκία; Αγοράσατε και φορέσατε φανέλες Τζαμάικας για τον Μπολτ ή Ρωσίας για την Ισιμπάγιεβα για να πάτε να τους δείτε από κοντά στο στάδιο; Τι πάει τόσο πολύ λάθος, δηλαδή, και στο ποδόσφαιρο χάνεται το νόημα απ’ όσους παρακολουθούν, ενώ νιώθουν πολύ πιο κοντά στο άθλημα;

Το Euro 2020 ήδη χάρισε ιστορίες, μεγάλες και μικρές, κάποιες σίγουρα παραμυθένιες. Κι ας είναι η περίπτωση του Έρικσεν η πρώτη που έρχεται στο μυαλό των περισσότερων από εμάς. Η επιστροφή του κόσμου στα γήπεδα από μόνη της είναι κάτι σπουδαίο, κάτι που ξέραμε ότι μας έλειπε, αλλά μπορεί και να μην είχαμε συνειδητοποιήσει το πόσο. Το πώς δημιουργείται μέσα σε ένα τεράστιο χώρο μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, γιατί πλέον δεν τρέχουν 22 άνθρωποι σαν κατσίκια και μαζί οι διαιτητές, με τις κραυγές των προπονητών να σπάνε τη βουβαμάρα και τα επιφωνήματα των παιχτών να μας τρυπάνε τ’ αυτιά. Υπάρχει ξανά παλμός στους αγωνιστικούς χώρους, υπάρχει σφυγμός, υπάρχει ζωή. Υπάρχουν κουλτούρες στις εξέδρες, υπάρχουν ζευγάρια, γονείς, παιδιά, ηλικιωμένοι. Τους ακούς, τους βλέπεις, τραγουδούν, φωνάζουν. Το κοντράστ των συναισθημάτων στην εξέδρα πόσο μου ‘χε λείψει! Αφήνουμε, επιτέλους, πίσω την περίοδο των άδειων καθισμάτων και των τεράστιων μουσαμάδων των χορηγών, που σαν κατάσταση μύριζε απάθεια και μιζέρια.

Και ξαφνικά το ενδιαφέρον στα νοκ-άουτ του Euro κορυφώνεται λόγω των παιχνιδιών που είδαμε, αμέσως μετά τη (συνήθως και σχετικά) προβλέψιμη και λιγάκι βαρετή φάση των ομίλων. Οι στοιχηματικές δεν έχουν επιλογή – χρειάζεται να βγάζουν συνεχώς φαβορί και να διαμορφώνουν ανάλογα τις αποδόσεις τους. Βγάζουν τα χρήματά τους έτσι. Είναι άρρωστο, ωστόσο, σαν τρίτος ν’ αντιμετωπίζεις το ίδιο το παιχνίδι-άθλημα στοιχηματικά ή σα διοργανωτής, με προβληματισμούς για τις διασταυρώσεις στις επόμενες φάσεις. Δεν το απολαμβάνεις έτσι. Κι ας έχεις παίξει τα ευρουλάκια σου με την ελπίδα πως θα βγάλεις κάτι παραπάνω. Και το Κροατία-Ισπανία και το Γαλλία-Ελβετία εχθές ήταν ματσάρες. Αυτή είναι η λέξη που θα πρέπει να μας έρχεται στο νου, όταν θα κουβεντιάζουμε πριν το επόμενο Euro για το Euro που διεξάγεται αυτές τις ημέρες. Και μετά ας έρθουν κι άλλες λέξεις, έτερες σκέψεις. Πρώτα, όμως, ότι ήταν ματσάρες, ότι τις απολαύσαμε, ότι τελικά δεν άλλαξε έτσι ή αλλιώς η ζωή μας απ’ το ποιος πέρασε, αλλά ότι χαμογέλασαν και το μέσα μας και το έξω μας επειδή τα παρακολουθήσαμε.

Δυσκολεύομαι, γενικά, να καταλάβω πώς γίνεται να μην υποστηρίξει κάποιος ανά παιχνίδι την ομάδα που το προσπαθεί περισσότερο, εκείνη που κατέβηκε πρώτα για να παίξει. Ειδικά, δε, όταν αυτή η ομάδα υστερεί καταφανώς σε ποιότητα και λύσεις. Ναι, είναι επαγγελματικό το ποδόσφαιρο. Πληρώνονται αρκετοί ποδοσφαιριστές μυθικά ποσά κάθε χρόνο από τις ομάδες και τους χορηγούς τους, τα λεφτά των μεταγραφών έχουν φτάσει σε δυσθεώρητα επίπεδα. European Super League και κλειστές διοργανώσεις και κουραφέξαλα. Κάποια αφορούν στους ανθρώπους των διοικήσεων των ομάδων και στους παίχτες. Εμείς δεν είμαστε τίποτα από τα δύο, εμείς τους παρακολουθούμε στο χορτάρι. Εμείς έχουμε κάθε λόγο να παραμείνουμε ρομαντικοί, ακόμη κι αφελείς. Όπως όταν βλέπαμε μικροί, που μας έβγαινε πολύ φυσικά η απάντηση στην ερώτηση «ποιος παίζει καλύτερα;» και δεν παραστολίζαμε την απάντηση προσθέτοντας «η τάδε μωρέ, αλλά ποια τάδε τώρα; Σιγά την τάδε, θα δεις, θα κατηφορίσει το γήπεδο όπου να ‘ναι».

Γιατί ν’ αλλάξει αυτό, δηλαδή, το πώς εμείς αντιλαμβανόμαστε το ποδόσφαιρο, δηλαδή το τι θέλουμε να δούμε στο γήπεδο, το τι μας γεμίζει, το τι μας γυρίζει πίσω στους 8χρονους, 10χρονους, 15χρονους εαυτούς μας, που νιώθαμε υπερπλήρεις απλά και μόνο όταν τρέχαμε πίσω από μια μπάλα και την κλωτσάγαμε; Πόσες φορές κάναμε καθυστερήσεις όταν κερδίζαμε, αλλά ο αγώνας ήταν μεταξύ μας; Αλήθεια, δε θυμάμαι καμία. Τσαμπουκάδες; Λίγες φορές κι έπρεπε όντως να είχε φάει κάποιος γεμάτη αγκωνιά από πρόθεση. Τη λέγαμε εύκολα τη συγγνώμη στην παραμικρή κλωτσιά σε πόδι συμμαθητή. Και συνήθως μας απαντούσε ότι δεν πειράζει, σιγά το πράγμα, είναι κομμάτια του παιχνιδιού κι αυτά. Γιατί άλλαξε τόσο ριζικά ο τρόπος που το κρίνουμε, απ’ τη στιγμή που εμείς παραμένουμε απλοί θεατές ή, έστω, χομπίστες ποδοσφαιριστές;

Νομίζω πως, στον πυρήνα του, μόνο ελιτίστικο και ανειλικρινές δεν είναι το ποδόσφαιρο. Είναι παιχνίδι που τους χωράει, πράγματι, όλους. Όχι στο επαγγελματικό επίπεδο, προφανώς. Ο πυρήνας, όμως, είναι μια ξεχωριστή ιστορία.

Κι η μπάλα είναι μία πόρνη, αλλά η ιδιότητά της αυτή καμία απολύτως σημασία δεν έχει για τους τόσους ανθρώπους που την ερωτεύτηκαν. Την ίδια την μπάλα ερωτεύτηκαν, όχι την κατάληξή της στα δίχτυα, ούτε το αν γυρίζει στον αέρα με εσωτερικά ή εξωτερικά φάλτσα. Αυτός είναι ο πυρήνας. Αρκεί να κυλάει στο χορτάρι ή να γυρίζει στον αέρα και ασυναίσθητα να κρατούν όλοι την ανάσα τους για το πού θα πάει. Για τέτοιο έρωτα μιλάμε.

Epitelous erotika paramythia sto xortari cover
cookies

This website uses cookies not only for your best possible experience, but also because we love them...